Γράφει η Ευφροσύνη Παυλακούδη*
Έπειτα από τα χαμηλά ποσοστά που συγκέντρωσαν οι Γερμανοί Σοσιαλδημοκράτες (SPD) στις ευρωεκλογές και στην τοπική αναμέτρηση της Βρέμης, η επικεφαλής του SPD, Andrea Nahles υπέβαλε την παραίτησή της με μια ιδιαίτερα φορτισμένη ομιλία. Η παραίτησή της στις αρχές Ιουνίου, άφησε ένα κενό στην κορυφή του SPD, που δεν βρήκε όμως πολλές ηγετικές προσωπικότητες διαθέσιμες να το καλύψουν. Είναι χαρακτηριστικό ότι τόσο ο υπουργός Οικονομικών, Olaf Scholz και ο υπουργός Εργασίας, Hubertus Heil, όσο και ο πρωθυπουργός της Κάτω Σαξονίας, Stephan Weil, αρνήθηκαν να ηγηθούν. Γι’ αυτό τη σκυτάλη της ηγεσίας του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος της Γερμανίας ανέλαβε πρόσφατα μια υπηρεσιακή τριάδα: η Manuela Schwesig, o Thorsten Schaefer-Guembel και η Malu Dreyer.
Τη Δευτέρα (24/6), σε συνέντευξη Τύπου, η μεταβατική τρόικα έδωσε στη δημοσιότητα τις λεπτομέρειες τόσο του χρονοδιαγράμματος, όσο και του τρόπου διεξαγωγής της διαδικασίας για την ανάδειξη νέας ηγεσίας. Γνωστοποίησε ότι το SPD δεν θα έχει έναν, αλλά δύο ηγέτες πλέον. Και μπορεί αυτό να γίνεται εδώ και χρόνια στους Πράσινους στην εν λόγω χώρα, αλλά για το SPD είναι κάτι πρωτόγνωρο. Μάλιστα, ένα από τα δύο στελέχη που θα αναλάβουν την προεδρία θα πρέπει να είναι γυναίκα, ενώ σε αντίθεση με άλλα κόμματα, που το ηγετικό δίδυμο προκύπτει έπειτα από την ολοκλήρωση της ψηφοφορίας, θα μπορούν να υπάρχουν εξαρχής υποψήφια δίδυμα.
Όπως είχε γίνει και πριν 18 μήνες για την είσοδο του κόμματος στο μεγάλο συνασπισμό με τους Χριστιανοδημοκράτες, στην ψηφοφορία θα συμμετάσχουν τα 438.000 μέλη του κόμματος, είτε μέσω επιστολικής ψήφου, είτε διαδικτυακά, κατόπιν σχεδόν 30 περιφερειακών διασκέψεων.
Οι υποψηφιότητες θα υποβάλλονται από την 1η Ιουλίου έως και την 1η Σεπτεμβρίου. Τα τοπικά συνέδρια, στα οποία οι υποψήφιοι θα παρουσιάσουν τις θέσεις τους, θα πραγματοποιηθούν έως τις 13 Οκτωβρίου. Στις 16 Οκτωβρίου αναμένεται η ανακοίνωση του αποτελέσματος της ψηφοφορίας των μελών. Αν χρειαστεί, όμως, μπορεί να ακολουθήσει και δεύτερη. Το τακτικό συνέδριο του κόμματος, από το οποίο θα αναδειχθεί τελικά το νέο ηγετικό δίδυμο, αρχικά ήταν προγραμματισμένο να διεξαχθεί 6-8 Δεκεμβρίου, αλλά τελικά θα επισπευσθεί και θα πραγματοποιηθεί 17-19 Νοεμβρίου, καλώς εχόντων των πραγμάτων.

Κατόπιν αυτών των ανακοινώσεων, η πίεση από την αριστερή πτέρυγα του SPD αυξάνεται στο να εγκαταλείψει το κόμμα τον μεγάλο συνασπισμό, με την ελπίδα ότι ενδεχόμενες νέες εκλογές θα βοηθήσουν να δημιουργήσει αντιθέτως έναν αριστερό συνασπισμό διακυβέρνησης με τους Πράσινους, ακόμά-ακόμα και με το κόμμα της γερμανικής Αριστεράς (Die Linke).
Το πρόβλημα είναι ότι οι υποτιθέμενες επικείμενες εκλογές είναι απίθανο να βοηθήσουν. Οι τρέχουσες δημοσκοπήσεις τοποθετούν το SPD στην τρίτη θέση μετά τους Πράσινους. Η δε εσωκομματική διαδικασία για την ανάδειξη νέου ηγετικού διδύμου είναι χρονοβόρα, ενώ η θέση του κόμματος για μεγάλα ζητήματα, από την αλλαγή του κλίματος έως τη μεταναστευτική κρίση, παραμένει ασαφής. Τίποτε, μέχρι στιγμής, δηλαδή δεν προδικάζει μια δημοκοπική άνοδο του SPD.
Ένα χρόνο πριν η Γερμανία αναλάβει την εκ περιτροπής προεδρία της Ε.Ε., οι Γερμανοί Σοσιαλδημοκράτες είναι αναποφάσιστοι στο κατά πόσο η προσκόλληση ή η απόρριψη εξουσίας με τους Χριστιανοδημοκράτες είναι ο καλύτερος τρόπος να αντιστραφεί η σταθερή πτώση τους από τότε που εισήλθαν στον πρώτο μεγάλο συνασπισμό το 2005. Πολλά έχουν συμβεί αυτά τα 14 χρόνια: τρεις μεγάλες συμμαχίες, έξι ηγέτες και 20 ποσοστιαίες μονάδες κάτω στις δημοσκοπήσεις (από 34,2% το 2005, τώρα μετά βίας στο 14%) όμως. Το παλαιότερο κόμμα της Γερμανίας, 163 χρόνια από την ίδρυσή του, κατατάσσεται πλέον τρίτο μαζί με την άκρα δεξιά (AfD).
Ξεπέρασε τη μοναρχία, επιβίωσε από τον Ναζισμό, μεταμορφώθηκε από ένα όργανο της ταξικής σύγκρουσης σε ένα κόμμα εξουσίας, στάθηκε στα πόδια του κατόπιν πολλών διασπάσεων και πολιτικών επαναπροσεγγίσεων. Από τα μεγάλα κόμματα της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, μόνο το SPD επέστρεψε ως σημαντικό και σοβαρό κόμμα όταν αποκαταστάθηκε η δημοκρατία μετά τον πόλεμο. Γιατί, λοιπόν, ενώ άντεξε όλα τα παραπάνω και ηγήθηκε των πολιτικών εξελίξεων και της διακυβέρνησης της Γερμανίας, αντιμετωπίζει τώρα το φαινόμενο -θα μπορούσε κάποιος να πει- της αποσύνθεσης;
Οι παράγοντες που oδήγησαν το SPD σε αυτή τη πρωτοφανή στην ιστορία του κρίση είναι πολλοί κι όχι ένας όπως πολλοί αφελώς –θα μου επιτρέψετε- ισχυρίζονται στη χώρα μας το τελευταίο διάστημα. Οι μείζονες απώλειες που υπέστη το εν λόγω κόμμα δεν είναι απλά ένα άλλο δείγμα της παρακμής της κεντροαριστεράς στον ευρωπαϊκό χώρο, δηλαδή. Η δημοσκοπική καθίζησή του επήλθε σταδιακά σε βάθος χρόνου και οφείλεται κυρίως σε πέντε λόγους:

1) H αποξένωση του SPD από τους παραδοσιακούς ψηφοφόρους του
Η άνοδος της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας ήταν σχεδόν πάντα ριζωμένη στην εργατική τάξη. Οι αρχικοί ψηφοφόροι αυτής όμως είτε έχουν ανέλθει στην οικονομικοκοινωνική σκάλα και έχουν πάει αλλού, είτε έχουν απογοητευτεί από τις πιο φιλελεύθερες πολιτικές του SPD –την περίφημη «Ατζέντα 2010» π.χ. που είχε περάσει ο Gerhard Schröder – και έχουν προσχωρήσει σε περιθωριακές εναλλακτικές λύσεις, αριστερά ή δεξιά. Κοινώς, μπορεί οι Σοσιαλδημοκράτες να έσωσαν την οικονομία της Γερμανίας υιοθετώντας το εν λόγω πρόγραμμα, εφαρμόζοντας εγκαίρως και οικειοθελώς το δικό τους «μνημόνιο» τρόπον τινά, προωθώντας την ευελιξία στην αγορά εργασίας και περικόπτοντας δραστικά τις κρατικές δαπάνες, αλλά έτσι απώθησαν ένα μεγάλο κομμάτι από ότι είχε απομείνει της τάξης αυτής, που παραδοσιακά τους ψήφιζε σχεδόν μονοκούκι επί δεκαετίες. Με λίγα λόγια, οι Γερμανοί Σοσιαλδημοκράτες έχουν απωλέσει τον ταξικό χαρακτήρα και τον ιστορικό τους ρόλο ως εκπρόσωποι της εργατικής τάξης.
2) Η απορρόφηση στο ακέραιο του πολιτικού κόστους των αντιδημοφιλών πολιτικών επιλογών του μεγάλου συνασπισμού, χωρίς αντιστοίχως πίστωση οποιασδήποτε επιτυχίας του.
Σε όσες μάλιστα προσπάθειες έκανε μέχρι και πρόσφατα η τέως επικεφαλής του SPD, Νahles, (π.χ. ευεργετικές διατάξεις σχετικά με τις συντάξεις, το ελάχιστο ωρομίσθιο, την προστασία των ενοικιαστών) για να αναδείξει την προσήλωση του κόμματος στο κοινωνικό κράτος, δεν κατάφερε να το περάσει στη συνείδηση των ψηφοφόρων. Οτιδήποτε θετικό έχει προκύψει από τη συνεργασία με τους Χριστιανοδημοκράτες, οι Σοσιαλδημοκράτες δεν το καρπώνονται. Ακόμα και η υλοποίηση των μέτρων της προαναφερθείσας «Ατζέντας 2010», παρουσιάστηκε περισσότερο ως κατάκτηση της Angela Merkel, παρά ως επιτυχία και του Sigmar Gabriel αντιστοίχως.
3) Σοβαρή έλλειψη ικανού ηγέτη που να έχει απήχηση σε πολλά κοινωνικά και οικονομικά στρώματα του κέντρου.
Ο χρόνος φαίνεται να έχει σταματήσει για το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα της Γερμανίας στον τελευταίο σοσιαλδημοκράτη καγκελάριο, τον Schröder. Δεν έχουν καταφέρει κατόπιν της ηγεσίας του να αναδείξουν μια ηγετική και χαρισματική φυσιογνωμία με υψηλή δημοφιλία που να μπορεί να «απορροφήσει» τους όποιους αρνητικούς κραδασμούς, όπως για παράδειγμα έχουν καταφέρει οι Χριστιανοδημοκράτες με την Μerkel που -βρέξει-χιονίσει- εξακολουθεί και παραμένει το ισχυρό χαρτί τους, καθώς σε όλες τις μετρήσεις βγαίνει πάντα με τα υψηλότερα ποσοστά στις προτιμήσεις των Γερμανών πολιτών.

4) Τραγική αδυναμία αποσαφήνισης ιδεολογικού στίγματος
Ένα στρατόπεδο εντός του κόμματος είναι ανυπόμονο να προσκολληθεί στην εξουσία και το άλλο αποφασισμένο να ανοικοδομήσει στην αντιπολίτευση. Ορισμένοι επιθυμούν διακαώς την αριστερή στροφή και άλλοι την επαναδιατύπωση του προτάγματος στο χώρο του κέντρου. Και το πρόβλημα δεν είναι ότι υπάρχουν δυο ισχυρές τάσεις με εντελώς διαφορετικές πολιτικές προσεγγίσεις. Αυτό συμβαίνει σχεδόν σε όλα τα σοβαρά κόμματα εξουσίας. Το ζήτημα είναι ότι μέχρι πρότινος και οι δύο ομάδες είχαν σχεδόν τα ίδια ποσοστά στις εσωκομματικές διαδικασίες, με εξαίρεση από το 2017 κι ένθεν που φαίνεται να έχει κερδίσει το «αριστερό μπλοκ». Προς τα έξω όμως η εικόνα του SPD είναι ενός κόμματος που αμφιταλαντεύεται ανάμεσα σε δυο πολιτικές: πρέπει να συνεχίσει να είναι το ευρύ, λαϊκό κόμμα που έχει παρέλθει εδώ και καιρό; Ή μήπως πρέπει να παραιτηθεί από το πολιτικό κέντρο και να επιστρέψει εκεί από όπου ξεκίνησε, την αριστερά; Όσο δεν αποφασίζουν οι Γερμανοί Σοσιαλδημοκράτες προς το πού θα «πλεύσουν», τόσο θα εκλαμβάνονται ως ένα κόμμα που δεν διαθέτει πολιτική πυξίδα.
5) Αμφισβήτηση των παραδοσιακών κομμάτων, επομένως και του SPD.
To SPD, όπως και το CDU, για πολλούς αποτελεί μέρος της κρίσης κι όχι πολιτικό όχημα για την επίλυσή της. Το φαινόμενο αμφισβήτησης των παραδοσιακών πολιτικών σχηματισμών δεν εντοπίζεται μόνο στη Γερμανία φυσικά, αλλά εκεί παίρνει σοβαρές διαστάσεις, όπως δείχνουν όλες σχεδόν οι δημοσκοπήσεις, ιδίως από το 2013 κι έπειτα.
Εν κατακλείδι, οι Γερμανοί Σοσιαλδημοκράτες καλούνται επιτακτικά το τελευταίο διάστημα, να αποδεχτούν το προφανές, όπως πολλά αντίστοιχα κόμματα της κεντροαριστεράς στην Ε.Ε.: όταν έχουν έρθει τα πανω-κάτω, οφείλεις να αλλάξεις πρόταγμα, τακτική και προφίλ. Το να κινείσαι με τη λογική (;) επιστροφής στις ρίζες σου, δηλώνει επί της ουσίας μια προσήλωση στα ιδεολογικά ταμπού του παρελθόντος. Το σπάσιμο αυτών όμως είναι που απαιτεί τόσο η κοινωνία, όσο και η οικονομία. Και χωρίς αυτές, τίποτε δεν μπορεί να ευδοκιμήσει. Τόσο απλά, τόσο ωμά.
*H Eυφροσύνη Παυλακούδη είναι δημοσιογράφος και information architect. Έχει εκπαιδευτεί στο BBC World Service και διαθέτει BA Hons in Media Studies & Social Policy Research και ΜΑ in Mass Communication. Υπήρξε αρχισυντάκτης στο maga.gr όπου αρθρογραφούσε επί σειρά ετών, ενώ συνεργάστηκε για θέματα δημοσιογραφικής κάλυψης και πολιτικής ανάλυσης με διάφορα πολιτικά γραφεία. Άρθρα και συνεντεύξεις της έχουν δημοσιευτεί, ενδεικτικά, στα enface.gr, lifo.gr, metarithmisi.liberal.gr, maga.gr, freeforumstocks.blogspot.com, bleepradio.gr.