Γράφει ο Γιάννης Κουτσομύτης
Ιδιαίτερη εντύπωση προκάλεσε την περασμένη Πέμπτη η σχεδόν εκπρόθεσμη κατάθεση τροπολογιών από τον Υπουργό Εργασίας Γιάννη Βρούτση, οι οποίες αφορούσαν την κατάργηση της ρύθμισης για τις “αιτιολογημένες απολύσεις” και την ασφαλιστική συνευθύνη εργολάβων σε ανάθεση υπεργολαβιών και οι οποίες είχαν νομοθετηθεί από την Κυβέρνηση Σύριζα και την τέως Υπουργό Εργασίας Έφη Αχτσιόγλου.
Η αντιπολίτευση αποχώρησε σε ένδειξη διαμαρτυρίας από τη συνεδρίαση της Βουλής, ενώ την επόμενη ημέρα η Κυβέρνηση αναγκάστηκε να απολογηθεί με δηλώσεις του κυβερνητικού εκπροσώπου Στέλιου Πέτσα και του Υπουργού Ανάπτυξης Άδωνι Γεωργιάδη.
Οι δικαιολογίες που δόθηκαν ήταν πως τα νούμερα της απασχόλησης τον Ιούλιο ήταν μειωμένα κατά 14.000 θέσεις εργασίας και η κατάργηση των διατάξεων Αχτσιόγλου ήταν κρίσιμης σημασίας για την αγορά εργασίας, όπως επίσης και πως η ουσιαστικά εμπρόθεσμη κατάθεση θα προκαλούσε καθυστέρηση τριών εβδομάδων λόγω του υποχρεωτικού προληπτικού ελέγχου του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Οι συγκεκριμένες όμως δικαιολογίες δεν ήταν ιδιαίτερα πειστικές για μια Κυβέρνηση που έχει δείξει μέχρι τώρα πως έχει μελετήσει καλά και προσέχει κάθε της ενέργεια.
Το Kappa News διερεύνησε το παρασκήνιο πίσω από την κίνηση αυτή της Κυβέρνησης και το συμπέρασμα που προκύπτει είναι πως ναι μεν τα στοιχεία της απασχόλησης τον Ιούλιο και η καθυστέρηση από το Ελεγκτικό Συνέδριο έπαιξαν σημαντικό ρόλο, αλλά η κυρίαρχη αιτία που οδήγησε το Μαξίμου σε αυτήν την απόφαση, που εξέθεσε εν μέρει την Κυβέρνηση, ήταν οι διαπραγματεύσεις με τους θεσμούς για τα δημοσιονομικά. Η ηγεσία της Κυβέρνησης έκρινε ότι πέρα από τη σαφή και εκπεφρασμένη διάθεση αλλαγής του επιχειρηματικού κλίματος μέσω ενεργειών χαμηλής πολιτικής (δημόσεις δεσμεύσεις για το Ελληνικό και τις Σκουριές, συναντήσεις με μεγάλους επιχειρηματικούς ομίλους, διοικητικές πράξεις διευκόλυνσης των επενδύσεων κλπ), υπήρχε πρακτική ανάγκη ενίσχυσης των επιχειρημάτων της ελληνικής πλευράς στις συζητήσεις με τους θεσμούς για το ζήτημα της ύπαρξης πολιτικού θάρρους στη νομοθέτηση διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που θα δίνουν ένα σαφές φιλοαναπτυξιακό και φιλοεπενδυτικό προφίλ και που θα καταδεικνύουν την πολιτική βούληση της Κυβέρνησης να αντιπαρατεθεί -εάν χρειαστεί- με τα συνδικάτα και την αντιπολίτευση.
Στο Μαξίμου γνωρίζουν πολύ καλά ότι πέρα από την ανάγκη μείωσης της φορολογίας, στην οποία συμφωνούν και οι θεσμοί αλλά και οι κυβερνήσεις της Ευρωζώνης, υπάρχει η αδήριτη ανάγκη εφαρμογής φιλοαναπτυξιακών μεταρρυθμίσεων που θα βελτιώσουν τις συνθήκες του επιχειρείν και θα περάσουν σε κάθε κατεύθυνση το μήνυμα πως αυτή η Κυβέρνηση δεν φοβάται το πολιτικό κόστος. Αυτό το μήνυμα ήταν πολύ σημαντικό να δοθεί σε αυτήν τη φάση και προς τους θεσμούς και προς το Eurogroup, εν μέσω των κρίσιμων διαπραγματεύσεων που διεξάγονται για τα δημοσιονομικά του 2019 και του 2020, αλλά και εν όψει του αφηγήματος που ετοιμάζει η Κυβέρνηση προς την Ευρωζώνη για μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων των ετών 2021 και 2022.
Δεν είναι τυχαίο πως ανώτατος κυβερνητικός αξιωματούχος σχολίασε σε σχετικό ερώτημα του Kappa News πως “πήραμε πολλά συγχαρητήρια για αυτές τις ρυθμίσεις”. Δεν θα πρέπει δε να θεωρείται καθόλου συμπτωματική η επίσκεψη το Σάββατο στην Αθήνα του Γάλλου Υπουργού Οικονομικών Μπρούνο Λε Μερ, καθώς στις συζητήσεις που είχε ο Γάλλος αξιωματούχος με τον Πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη και τον Υπουργό Οικονομικών Χρήστο Σταϊκούρα έπεσαν στο τραπέζι όλα τα θέματα που διέπουν τις σχέσεις της Ελλάδας με την Ευρωζώνη, αλλά και τα θεσμικά ζητήματα μεταρρύθμισης της Ευρωζώνης που ενδιαφέρουν έντονα τη γαλλική Κυβέρνηση.
Θεωρείται βέβαιο πως οι τροπολογίες Βρούτση ήταν μόλις μια πρόγευση των μεταρρυθμίσεων που θα νομοθετήσει η Κυβέρνηση πριν από την έλευση των θεσμών στην Αθήνα στα μέσα Σεπτεμβρίου, έτσι ώστε η επιχειρηματολογία της ελληνικής πλευράς να είναι αρκετά ισχυρή ενόψει των δύσκολων διαπραγματεύσεων για το δημοσιονομικό κενό του 2020 και την ανάκληση της μείωσης του αφορολόγητου.
