Γράφει ο Σπύρος Λίτσας*
Ο ανταγωνισμός μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας μέρα με την ημέρα εισέρχεται σε νέα πεδία υψηλής έντασης. Κάποιοι αναλυτές υποστηρίζουν ότι τα αίτια γι’ αυτό βρίσκονται στη στάση του Πεκίνου που επιθυμεί να εγκαθιδρύσει ένα καθεστώς Μare Nostrum στη Νότια Κινεζική Θάλασσα κυρίως μέσω του de facto ελέγχου του κομβικού για την ισορροπία ισχύος της περιοχής νησιωτικού συμπλέγματος Spratly. Όποιοι γνωρίζουν τις αντανακλαστικές διαδρομές της Αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής καταλαβαίνουν ότι η επιθυμία αυτή του Πεκίνου χτυπά μια ευαίσθητη χορδή της Ουάσιγκτον που έχει να κάνει με τη διαχρονική στρατηγική στόχευσης της οι θαλάσσιες διαδρομές να παραμένουν ανοικτές και ελεύθερες στον εμπορικό ανταγωνισμό και σίγουρα να μην αποκλείονται τα Αμερικανικά πλοία από την πρόσβαση τους σε αυτά. Ένα ναυτικό έθνος όπως οι ΗΠΑ που η πρώτη διεθνή εμπλοκή του έλαβε χώρα στην Ανατολική Μεσόγειο εναντίον των Πειρατών του Σουλτανάτου της Τριπολιτάνιας το 1805 ακριβώς για να εδραιωθεί η ελεύθερη πρόσβαση των Αμερικανικών εμπορικών πλοίων στα λιμάνια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας είναι δεδομένο ότι διατηρεί ακόμη και σήμερα αυξημένο το ενδιαφέρον της για τις εξελίξεις που λαμβάνουν χώρα στο πεδίο των Ωκεανών. Θεωρώ όμως ότι δεν είναι αυτό το πρωτογενές αίτιο που δημιουργεί την ένταση αυτή μεταξύ Ουάσιγκτον και Πεκίνου.
Κάποιοι άλλοι αναλυτές υποστηρίζουν ότι ο Κινεζικός αναθεωρητισμός αποτελεί τη μεγαλύτερη απειλή για την Αμερικανική ασφάλεια. Αν όμως αναλυθεί σε βάθος η Κινεζική Υψηλή Στρατηγική θα διαπιστώσουμε ότι τα αναθεωρητικά αυτά χαρακτηριστικά που θα μπορούσαν να δημιουργήσουν ένα ρεαλιστικό πλαίσιο ανησυχίας στις ΗΠΑ είναι πολύ λιγότερα από αυτά για παράδειγμα που διαμορφώνουν τον πυρήνα της Ρωσικής εξωτερικής πολιτικής. Ναι, σίγουρα η Κινεζική εξωτερική πολιτική δεν έχει καμία σχέση με αυτή που το Πεκίνο εφάρμοζε κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου. Όπως επίσης, τα αυξημένα φορτία ισχύος της Κίνας δημιουργούν αμηχανία σε όλο το διεθνές σύστημα εξαιτίας του κινεζικού όγκου αλλά σε καμία των περιπτώσεων η Κινεζική εξωτερική πολιτική δεν ελέγχει τις αντοχές των ΗΠΑ με τον ίδιο απροκάλυπτο τρόπο που η Ρωσία το κάνει τόσο στην Ανατολική Μεσόγειο, όσο στην Ν.Α. Ευρώπη αλλά και πλέον στη Λατινική Αμερική. Κι όμως, η Κίνα είναι αυτή που διεγείρει τα αντανακλαστικά των ΗΠΑ σε πολύ μεγαλύτερο ποσοστό και συχνότητα από ότι η Ρωσία.
Τέλος, θα μπορούσε να ειπωθεί ότι οι ΗΠΑ μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου αναζητούν έναν νέο αντίπαλο που μέσα από το δόγμα του Metus Hostilis θα διατηρήσει οξυμένα τα αντανακλαστικά του Αμερικανικού κράτους αλλά και της ίδιας της κοινωνίας. Μια τέτοια άποψη όμως παραγνωρίζει ότι από την 11η Σεπτεμβρίου και μετά οι ΗΠΑ βρίσκονται σε κατάσταση υψηλής ετοιμότητας, ενώ η προσπάθεια δημιουργίας ενός νέου αντιπάλου ηχεί, ορθώς, κακόηχα αφού το φουκουγιαμικό τέλος της Ιστορίας στην πραγματικότητα δεν ήρθε ποτέ, πως θα μπορούσε άλλωστε, και οι ΗΠΑ βρίσκονται στο στόχαστρο κάθε κράτους- παρία ή κάθε οργάνωσης θρησκευτικών ζηλωτών.
Τι είναι λοιπόν αυτό που οδηγεί τις ΗΠΑ στο να βλέπουν την Κίνα ως τον κύριο αντίπαλο τους σήμερα στη διεθνή σκηνή; Από τη μια, ίσως για πρώτη φορά στην Αμερικανική ιστορία, οι ΗΠΑ δεν διαθέτουν την οικονομική ισχύ ή τουλάχιστον την απόλυτη δυνατότητα να διαμορφώνουν τους κύριους κανόνες του διεθνούς παιγνίου μέσω της οικονομικής τους ανωτερότητας. Η Κίνα σήμερα μέσω του θεμέλιου λίθου της Υψηλής της Στρατηγικής, αυτού του One Belt – One Road, αγοράζει διαρκώς λιμάνια με σημαντική στρατηγική υπεραξία στη Μεσόγειο (π.χ. Πειραιάς, Τριέστη, Γένοβα κλπ.), έχει εδραιωθεί στην Αφρική διαθέτοντας πλέον ναυτική στρατιωτική βάση στο Τζιμπουτί, ενώ τα οικονομικά ανοίγματα που κάνει στα κράτη της Ασίας είναι εντυπωσιακά. Σε μια χρονική στιγμή που οι ΗΠΑ επιδιώκουν να επαναφέρουν την οικονομία σε κατάσταση προ της βαθιάς κρίσης του 2008, η Κίνα – δίχως το εξονυχιστικό Αμερικανικό δημόσιο λογιστικό ή τον δημοκρατικό έλεγχο των δυο νομοθετικών οργάνων στο Λόφο του Καπιτωλίου ως προς τις δημόσιες δαπάνες του κράτους – επενδύει διαρκώς και σε οτιδήποτε μπορεί να της προσφέρει μια μόνιμη οικονομική κα εμπορική παρουσία σε περιοχές που πριν από είκοσι χρόνια θα φάνταζαν τόσο μακριά για τις Κινεζικές δυνατότητες.
Παράλληλα, η Κίνα δείχνει ότι επενδύει για πρώτη φορά με επιτυχία σε τομείς τεχνολογίας αιχμής. Από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου η Κίνα είχε μεταμορφωθεί σε παγκόσμιο κέντρο παραγωγής των πάντων αλλά βρισκόταν πολύ πίσω στα ζητήματα τεχνολογίας. Όπως συνήθιζα να λέω στους φοιτητές μου ένα i-phone παράγεται εξ’ ολοκλήρου στην Κίνα εκτός του βασικού τσιπ που δίνει ζωή στο κινητό και συνεχίζει να παράγεται στη Silicon Valley. Τα πράγματα όμως δεν είναι πια έτσι. Η Κίνα παράγει τεχνολογία αιχμής κι αυτό φαίνεται τόσο στα οπλικά της συστήματα όσο και στο ότι έχει μπει δυνατά στην αγορά του Artificial Intelligence σε παγκόσμιο επίπεδο.
Με άλλα λόγια, οι ΗΠΑ δέχονται ένα σημαντικό δίλημμα ασφάλειας από την Κίνα σήμερα με αποτέλεσμα να προσεγγίζει με καχυποψία τις κινήσεις του Πεκίνου που κι αυτό με τη σειρά του παράγει πολιτικές πλέον που δημιουργούν ρευστότητα σε διεθνές επίπεδο, π.χ. η πυρηνική ατζέντα της Β. Κορέας που αποτελεί κράτος – μαριονέτα της Κίνας. Είναι αυτό το δίλημμα ασφάλειας, ένα στοιχείο που ενισχύεται ακόμη περισσότερο από το γεγονός ότι σε διεθνές επίπεδο έχουμε πλέον εισέλθει στην εποχή του εδραιωμένου πολυπολισμού, που οδηγεί σε τόσο μεγάλες εντάσεις και τριβές.
Κι όμως, ακόμη και σήμερα η Κίνα δεν μπορεί να ανταγωνιστεί τις ΗΠΑ. Η Κίνα δεν έχει το διεθνές υποστηρικτικό δίκτυο που διαθέτουν οι ΗΠΑ, π.χ. ΝΑΤΟ και Ε.Ε., δεν έχουν ακόμη καταφέρει να βρουν μια ρεαλιστική λύση στις υψηλές ενεργειακές τους εξαρτήσεις όταν οι ΗΠΑ βρίσκονται στην πρωτοπορία της ενέργειας σε παγκόσμιο επίπεδο με υψηλά ποσοστά αυτάρκειας, ενώ ακόμη και σήμερα η Αμερικανική σκληρή και ήπια ισχύς βρίσκονται στο υψηλότερο επίπεδο συγκριτικά με όλα τα υπόλοιπα κράτη πρώτης γραμμής του διεθνούς συστήματος.
Ίσως λοιπόν οι ΗΠΑ να βλέπουν την άνοδο της Κίνας ως ένα στοιχείο που ενισχύει τα εσχατολογικά σενάρια για την κατάρρευση της Αμερικανικής πρωτοκαθεδρίας σε διεθνές επίπεδο, «προφητείες» που ηχούν περισσότερο ως κρυφές ευχές των πολλών και πολυεπίπεδων παραγόντων που αντηχούν και πολλαπλασιάζουν ως βοή τον σύγχρονο αντι-Αμερικανισμό παρά ως πραγματικότητα. Οι ΗΠΑ χρειάζονται μια μεγαλύτερη δόση αυτοπεποίθησης και να κατανοήσει η ίδια πρώτα ότι το μέλλον της δεν ενισχύεται από εσωστρεφείς αυτοαναφορές αλλά από τη διάθεση της να αναλάβει ξανά τις στρατηγικές πρωτοβουλίες ώστε να αρχίσει ξανά ο διατλαντισμός να αναπνέει ξανά. Από την ίδρυση της μέχρι σήμερα άλλωστε οι ΗΠΑ κατάφεραν μέσω της εξωστρέφειας τους να πρωταγωνιστήσουν στο διεθνές περιβάλλον. Αν αυτό αλλάξει τότε, όπως και στη φύση, θα διαπιστώσουμε όλοι ότι η διεθνής πολιτική απορρίπτει το κενό.
* Αναπληρωτής Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας και Επισκέπτης Καθηγητής στη Διακλαδική Σχολή Πολέμου του Ελληνικού Στρατού και στο Ινστιτούτο Πολιτικών Επιστημών του Πανεπιστημίου της Grenoble στη Γαλλία. Ακολουθήστε τον στο Twitter: @Spyros_Litsas