Η ύστατη μάχη του Τραμπ με τη δημοκρατία

Γράφει ο Γιάννης Κουτσομύτης

Τη μορφή αμφισβήτησης του πολιτεύματος τείνει να λάβει ο πόλεμος που έχει εξαπολύσει ο Ντόναλντ Τραμπ από την επομένη των εκλογών της 3ης Νοεμβρίου κατά των αποτελεσμάτων που τον έφεραν να χάνει την Προεδρία από τον υποψήφιο των Δημοκρατικών Τζο Μπάιντεν. Την ερχόμενη Τετάρτη τα δυο νομοθετικά σώματα των Ηνωμένων Πολιτειών καλούνται να επικυρώσουν το αποτέλεσμα της ψήφου των εκλεκτόρων που ανέδειξαν και επίσημα ως νικητή των εκλογών τον Μπάιντεν και οι πιστοί οπαδοί του Τραμπ στη Βουλή των Αντιπροσώπων και τη Γερουσία προετοιμάζουν μια κανονική ανταρσία.

Σύμφωνα με τον νόμο Electoral Count Act του 1887, ο οποίος ορίζει τη διαδικασία καταμέτρησης της ψήφους των εκλεκτόρων και την ανάδειξη του νικητή των προεδρικών εκλογών, τα δυο νομοθετικά σώματα των Ηνωμένων Πολιτειών θα συνεδριάσουν για αυτό τον σκοπό την Τετάρτη 6 Ιανουαρίου. Υπό φυσιολογικές συνθήκες, θα επρόκειτο για μια καθαρά τυπική και συμβολική διαδικασία, αφού το αποτέλεσμα των εκλογών έχει επανειλημμένα πιστοποιηθεί από αποφάσεις πολλών δικαστηρίων. Ένα άρθρο όμως του συγκεκριμένου νόμου που δίνει το δικαίωμα στους βουλευτές και τους γερουσιαστές να απορρίψουν εν μέρει το αποτέλεσμα της ψήφου των εκλεκτόρων, λειτουργεί ως πρόφαση για τους πιστούς οπαδούς του Τραμπ στη Βουλή των Αντιπροσώπων και τη Γερουσία για να προσπαθήσουν να επιτύχουν την ανατροπή του αποτελέσματος των εκλογών και την παραμονή του εκλεκτού τους ηγέτη στον λευκό Οίκο και την εξουσία.

Τουλάχιστον 140 βουλευτές και 12 γερουσιαστές του Ρεπουμπλικανικού κόμματος αναμένεται να απορρίψουν το αποτέλεσμα της ψήφου των εκλεκτόρων, με πρόφαση τις ψευδείς αιτιάσεις της ομάδας Τραμπ για εκλογική νοθεία στις έξη πολιτείες όπου ανατράπηκε το αποτέλεσμα των εκλογών του 2016. Η κίνηση αυτή θα οδηγήσει σε μια πολύωρη συζήτηση στα δυο νομοθετικά σώματα και εν τέλει σε ψηφοφορία για την ανάδειξη του τελικού αποτελέσματος. Το γεγονός ότι οι Δημοκρατικοί κατέχουν την πλειοψηφία των εδρών στη Βουλή των Αντιπροσώπων, συν το ότι πολλοί Ρεπουμπλικανοί γερουσιαστές έχουν δηλώσει ότι θα υπερψηφίσουν το αποτέλεσμα του εκλεκτορικού σώματος, καθιστά βέβαιη πάντως την οριστική ανάδειξη του Τζο Μπάιντεν στην Προεδρία.

Οι ίδιοι οι αντιδρώντες Ρεπουμπλικανοί γερουσιαστές αναγνωρίζουν στην κοινή τους δήλωση πως δεν θα επιτύχουν την ανατροπή του εκλογικού αποτελέσματος, αλλά ζητούν τη διεξαγωγή δεκαήμερης ανεξάρτητης έρευνας για τις “πρωτοφανείς καταγγελίες για νοθεία στις εκλογές”. Πρόκειται βεβαίως για μια απολύτως υποκριτική πρόφαση, καθώς και στις έξη πολιτείες όπου ανετράπη το αποτέλεσμα των εκλογών του 2016 έγινε εξονυχιστικός έλεγχος για νοθεία και το αποτέλεσμα όλων των ελέγχων ήταν αρνητικό. Ο προφανής στόχος των “ανένδοτων” Ρεπουμπλικανών είναι να κάνουν δημόσια επίδειξη της πίστης τους στον Τραμπ, ώστε να συνεχίσουν να απολαμβάνουν της στήριξης της σκληροπυρηνικής βάσης των οπαδών του ηγέτη των Ρεπουμπλικανών στη βάση του κόμματος. Δεν είναι τυχαίο δε, ότι στη δήλωσή τους αναφέρουν ως επιχείρημα δημοσκόπηση, σύμφωνα με την οποία το 67% των οπαδών των Ρεπουμπλικανών θεωρούν λίγο έως πολύ ότι οι εκλογές ήταν νοθευμένες.

Σύμφωνα με το Electoral Count Act, στη συνεδρίαση της Βουλής των Αντιπροσώπων και της Γερουσίας προεδρεύει ο εκάστοτε Αντιπρόεδρος, ο οποίος έχει και την ευθύνη ανακοίνωσης του αποτελέσματος και κύρωσης της διαδικασίας. Με αφορμή αυτήν την ιδιότητα του Αντιπρόεδρου Μάικ Πένς, ο Ρεπουμπλικανός βουλευτής Λούι Γκόμερτ κατέθεσε προσφυγή σε δικαστήριο του Τέξας, ζητώντας από τον Πενς να μην καταμετρήσει τις ψήφους των εκλεκτόρων από τις έξη επίμαχες πολιτείες. Η προσφυγή απορρίφθηκε τελικά ως αβάσιμη, όπως και η έφεση που κατέθεσε ο Γκόμερτ στο περιφερειακό ομοσπονδιακό δικαστήριο. Ο ίδιος ο Πενς πάντως ζήτησε μεν την απόρριψη της προσφυγής, αλλά δήλωσε ότι στηρίζει την κίνηση των έντεκα Ρεπουμπλικανών γερουσιαστών. Όλες δε οι κινήσεις των αντιδρώντων Ρεπουμπλικανών γίνονται με την προτροπή και συνεργασία του ίδιου του Τραμπ, ο οποίος είχε το βράδυ του Σαββάτου τηλεδιάσκεψη με τουλάχιστον 50 βουλευτές για αυτό το ζήτημα και επαίνεσε μέσω Twitter τους 11 αντιδρώντες γερουσιαστές για τη δήλωσή τους.

Δεν είναι βέβαια η πρώτη φορά που βουλευτές και γερουσιαστές απορρίπτουν το αποτέλεσμα της ψήφου των εκλεκτόρων, καθώς και στην αντίστοιχη συνεδρίαση του Κογκρέσου το 2017 υπήρξαν έντεκα Δημοκρατικοί βουλευτές που προσπάθησαν να αποτρέψουν την εκλογή Τραμπ. Επειδή όμως δεν υπήρξε κανείς Δημοκρατικός γερουσιαστής να υποστηρίξει αυτό το αίτημα, οι αντιρρήσεις απορρίφθηκαν και δεν χρειάστηκε να γίνει πολύωρη συζήτηση και ψηφοφορία. Το ενδιαφέρον είναι ότι σε εκείνη τη συνεδρίαση του Κογκρέσου προήδρευε ο Τζο Μπάιντεν, ως Αντιπρόεδρος τότε των ΗΠΑ, και ήταν εκείνος που επικύρωσε την ψήφο των εκλεκτόρων και την νίκη του Ντόναλντ Τραμπ.

Πέρα όμως από τις νομικές και κοινοβουλευτικές προσπάθειες των Ρεπουμπλικανών να ανατρέψουν το αποτέλεσμα των εκλογών, οι οποίες, αν και πολιτικά κατακριτέες, κινούνται ωστόσο οριακά εντός του πλαισίου που ορίζει το αμερικανικό Σύνταγμα και οι νόμοι, υπάρχουν πλέον κινήσεις από μερίδα των Ρεπουμπλικανών για βίαιη αντίδραση στη διαφαινόμενη επικύρωση της νίκης Μπάιντεν. Ο Λούι Γκόμερτ δήλωσε (πριν από την ανακοίνωση της απόφασης της έφεσης για την προσφυγή του) πως εάν τα δικαστήρια δεν δεχτούν την προσφυγή, τότε “η απόφαση θα σημαίνει ότι θα πρέπει να κατεβούμε στους δρόμους και να γίνουμε βίαιοι όπως οι Αντίφα και οι Black Lives Matter”.

Ιδιαίτερη ανησυχία προκαλεί η συγκέντρωση που διοργανώνουν οπαδοί του Τραμπ στην Ουάσιγκτον την Τετάρτη, με στόχο να συμπέσει με τη συνεδρίαση του Κογκρέσου για την επικύρωση της νίκης Μπάιντεν. Ο ίδιος ο Τραμπ καλεί με tweets τους οπαδούς του να προσέλθουν στη συγκέντρωση, για την οποία έγραψε ότι θα είναι “άγρια”. Η ακροδεξιά ένοπλη οργάνωση Proud Boys δήλωσε πως θα “παραβρεθεί μαζικά” στη συγκέντρωση, αλλά χωρίς την στρατιωτικού τύπου ενδυμασία της οργάνωσης. Στην πόλη της Ουάσιγκτον, η οποία ως πρωτεύουσα της χώρας διέπεται από ειδικό νομικό καθεστώς, απαγορεύεται η δημόσια οπλοφορία και η κατοχή αυτομάτων όπλων, αλλά υπάρχει ανησυχία ότι θα υπάρξουν ταραχές και υπάρχει ειδική προετοιμασία από τις αρχές με κλείσιμο δρόμων και άλλα προληπτικά και κατασταλτικά μέτρα.

Η κίνηση του Τραμπ να αμφισβητήσει με ακραίο τρόπο το αποτέλεσμα των εκλογών επηρεάζει σε σημαντικό βαθμό και τις κρίσιμες εκλογές στην πολιτεία της Τζόρτζια, όπου την Τρίτη θα εκλεγούν δυο γερουσιαστές που θα κρίνουν και την πλειοψηφία στη Γερουσία. Σε περίπτωση νίκης και των δυο Δημοκρατικών υποψηφίων, θα ανατραπεί η κυριαρχία των Ρεπουμπλικανών στη Γερουσία, δημιουργώντας μια απόλυτη πλειοψηφία των Δημοκρατικών και στα δυο νομοθετικά σώματα. Ο Τραμπ αμφισβητεί την εκλογική διαδικασία στη Τζόρτζια, δημιουργώντας προβλήματα αξιοπιστίας και στο ίδιο του το κόμμα. Τη Δευτέρα το βράδυ πάντως θα βρίσκεται, όπως δήλωσε, στην κεντρική προεκλογική συγκέντρωση των Ρεπουμπλικανών στην Τζόρτζια για να στηρίξει τους δυο υποψηφίους του κόμματος.

Συνολικά, η στάση των “ανένδοτων” Ρεπουμπλικανών και του Τραμπ αποτελεί μια πρόκληση για τη δημοκρατία και τους θεσμούς των Ηνωμένων Πολιτειών. Η επιμονή στη ρητορική της εκλογικής νοθείας υποσκάπτει ένα βασικό θεμέλιο του δημοκρατικού πολιτευματος που είναι η εμπιστοσύνη των πολιτών στους θεσμούς και την εκλογική διαδικασία ως τελική έκφραση της λαϊκής βούλησης. Η αμφισβήτηση δεκάδων απορριπτικών αποφάσεων από τα αμερικανικά δικαστήρια και το ίδιο το Ανώτατο Δικαστήριο της χώρας, με πλειοψηφία δικαστών διορισμένων από Ρεπουμπλικανούς και τον ίδιο τον Τραμπ, αποτελεί ευθεία αμφισβήτηση του κράτους δικαίου και του ίδιου του Συντάγματος. Και το χειρότερο είναι ότι όλη αυτή η αντιδημοκρατική ανταρσία δεν γίνεται υπέρ κάποιου προφανούς δικαίου, αλλά καθαρά για την διατήρηση και την κατάχρηση της εξουσίας, όπως φάνηκε πρόσφατα και από την απονομή χάριτος σε στενούς συνεργάτες και συγγενείς του Προέδρου.

Το Κογκρέσο είναι βέβαιο ότι την Τετάρτη θα επικυρώσει την εκλογή Μπάιντεν στην Προεδρία, ακόμη και αν χρειαστεί να κάνουν τη θεατρική τους παράσταση οι κυνικά φιλόδοξοι και εξουσιομανείς οπαδοί του Τραμπ. Η πρόκληση όμως προς τους θεσμούς και την ίδια τη δημοκρατία θα αφήσει ένα στίγμα στο αμερικανικό πολίτευμα, ενώ ο Τραμπισμός είναι βέβαιο ότι θα συνεχίσει τον αδίστακτο αγώνα του.