Γράφει ο Γιάννης Κουτσομύτης
Σε σοβαρή κλιμάκωση της άτυπης ναυτικής σύγκρουσης ανάμεσα στο Ιράν και το Ισραήλ, και εμμέσως και τις Ηνωμένες Πολιτείες και τη Βρετανία, κινδυνεύει να εξελιχθεί ο πόλεμος στα τάνκερ στην Αραβική Θάλασσα, μετά και από το περιστατικό με την πυραυλική επίθεση κατά του ισραηλινών συμφερόντων δεξαμενοπλοίου Mercer Street στις 29 Ιουλίου, από την οποία σκοτώθηκαν ένας Ρουμάνος ναυτικός και ένας Βρετανός ειδικός ασφαλείας.
Ο κύκλος δολιοφθορών και πυραυλικών επιθέσεων κατά ισραηλινών και ιρανικών εμπορικών πλοίων στον Περσικό Κόλπο, την Αραβική Θάλασσα, την Ερυθρά Θάλασσα αλλά και την Ανατολική Μεσόγειο ξεκίνησε το 2019 από την πλευρά του Ιράν και συνεχίστηκε έκτοτε με το Ισραήλ να απαντά με μπαράζ επιθέσεων κατά ιρανικών πλοίων, όπως αποκάλυψε τον Μάρτιο η Wall Street Journal. Τον Ιούνιο δε βυθίστηκε υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες το μεγαλύτερο πολεμικό πλοίο του ιρανικού ναυτικού, και υπάρχουν σοβαρές υποψίες ότι επρόκειτο για δολιοφθορά από την πλευρά του Ισραήλ.
Επέκταση του πεδίου συγκρούσεων στη Συρία
Το χτύπημα στο Mercer Street αποτελεί μια ποιοτική και ουσιαστική αναβάθμιση των επιθέσεων, καθώς προέκυψε απώλεια ζωών σε απλούς πολίτες, ενώ θα μπορούσε να ανατιναχθεί ολόκληρο το πλοίο αφού μετέφερε πετρέλαιο. Σύμφωνα με στρατιωτικούς αναλυτές, επρόκειτο πιθανότατα για επίθεση από ιρανικό “καμικάζι drone”, το οποίο έριξε δυο ή τρεις ρουκέτες κατά του δεξαμενοπλοίου, μια εκ των οποίων έπληξε τη γέφυρα του πλοίου και προκάλεσε τον θανάσιμο τραυματισμό των δυο ναυτικών.
Κοιτίδα της σύγκρουσης είναι η Συρία, όπου το Ιράν δρα είτε μέσω της στρατιωτικής πτέρυγας των Φρουρών της Επανάστασης, είτε μέσω φιλοϊρανικών παραστρατιωτικών ομάδων από το Ιράκ, είτε μέσω του στρατιωτικού άξονα της σιιτικής λιβανικής οργάνωσης Χεζμπολά. Το Ισραήλ θεωρεί την παρουσία αυτών των δυνάμεων στη Συρία ως βασικό κίνδυνο για την εθνική του ασφάλεια, διότι οι ιρανικές και φιλοϊρανικές στρατιωτικές οργανώσεις στοχεύουν, μεταξύ άλλων, να πλήξουν στόχους εντός της ισραηλινής επικράτειας. Η ισραηλινή αεροπορία έχει πραγματοποιήσει εκατοντάδες εναέριους βομβαρδισμούς εναντίον των ιρανικών και φιλοϊρανικών δυνάμεων στη Συρία, αλλά το Ισραήλ δεν ανακοινώνει εάν πραγματοποιεί επίσης επιθέσεις σε θαλάσσιους στόχους, καθώς οι περισσότεροι από αυτούς είναι πολιτικοί στόχοι και βρίσκονται εκτός του πλαισίου του διεθνούς δικαίου.
Τα ισραηλινά πλήγματα σε ιρανικά πλοία αποσκοπούν στο να εμποδίσουν αφενός τη μεταφορά όπλων προς τη Συρία και το Λίβανο και αφετέρου στη μεταφορά πετρελαίου, καθώς θεωρείται ότι τα κέρδη από το λαθρεμπόριο του ιρανικού πετρελαίου χρησιμοποιούνται για τη χρηματοδότηση εξτρεμιστικών οργανώσεων στην ευρύτερη Μέση Ανατολή. Το Ισραήλ συχνά συντονίζει αυτές τις στρατιωτικές του δραστηριότητες με τις Ηνωμένες Πολιτείες ή τουλάχιστον ενημερώνει εγκαίρως το Πεντάγωνο, χωρίς ωστόσο οι αμερικανικές δυνάμεις στην περιοχή να εμπλέκονται ενεργά στις συγκεκριμένες επιχειρήσεις.
Έντονες αντιδράσεις για το Mercer Street
Εκτός από την αναμενόμενη σφοδρή αντίδραση του Ισραήλ για την επίθεση στο δεξαμενόπλοιο Mercer Street, η ύπαρξη θυμάτων προκάλεσε τις έντονες αντιδράσεις της Βρετανίας και της Ρουμανίας, αλλά και των Ηνωμένων Πολιτειών. Η Κυβέρνηση της Βρετανίας ανακοίνωσε πως θεωρεί “εξαιρετικά πιθανό” να βρίσκεται το Ιράν πίσω από την επίθεση και ο Υπουργός Εξωτερικών Ντομινίκ Ράαμπ δήλωσε πως οι Βρετανοί πιστεύουν “ότι αυτή η επίθεση ήταν μια σκόπιμη, στοχευμένη και σαφής παραβίαση του διεθνούς δικαίου από το Ιράν” και πως η Βρετανία συνεργάζεται με τους διεθνείς εταίρους της “για μια συντονισμένη απάντηση σε αυτήν την απαράδεκτη επίθεση”. Παράλληλα, κλήθηκε για εξηγήσεις στο Φόρεϊν Όφις ο πρέσβης του Ιράν στο Λονδίνο, ενώ ο Πρωθυπουργός Μπόρις Τζόνσον δήλωσε τη Δευτέρα ότι “το Ιράν πρέπει να υποστεί τις συνέπειες των πράξεών του”.
Ο Υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Άντονι Μπλίνκεν σε γραπτή του δήλωση ανέφερε πως οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι βέβαιες πως την επίθεση την πραγματοποίησε το Ιράν και πως οι ΗΠΑ βρίσκονται σε συνεννοήσεις με τους εταίρους τους “για να εξετάσουν τα επόμενα βήματά τους και να διαβουλευτούν με τις κυβερνήσεις εντός και εκτός περιοχής για την κατάλληλη απάντηση, η οποία θα υπάρξει”. Απαντώντας τη Δευτέρα σε ερώτηση δημοσιογράφου, ο Αμερικανός αξιωματούχος δήλωσε πως η επίθεση δείχνει “ότι το Ιράν συνεχίζει να ενεργεί με τεράστια ανευθυνότητα όταν σε αυτήν την περίπτωση προκαλεί απειλές για τη ναυσιπλοΐα, το εμπόριο και τους αθώους ναυτικούς που απλώς ασχολούνται με εμπορική διέλευση σε διεθνή ύδατα”. Και η Κυβέρνηση της Ρουμανίας κατηγόρησε το Ιράν για την επίθεση και ο Υπουργός Εξωτερικών Μπόγκνταν Αουρέσκου δήλωσε πως “δεν υπάρχει καμία απολύτως νομιμοποίηση για εσκεμμένη στοχοποίηση πολιτών” και πως και η Ρουμανία βρίσκεται σε διαβουλεύσεις με τους συμμάχους της “για να δοθεί μια πρέπουσα απάντηση”.
Το Ισραήλ, όπως αναμενόταν, αντέδρασε πολύ έντονα στην επίθεση στο Mercer Street και ο Πρωθυπουργός Ναφτάλι Μπένετ δήλωσε “απόλυτα” πως το Ιράν βρίσκεται πίσω από την επίθεση με βάση πληροφορίες των ισραηλινών υπηρεσιών ασφαλείας. “Η αλήτικη συμπεριφορά του Ιράν είναι επικίνδυνη όχι μόνο για το Ισραήλ αλλά και για τα παγκόσμια συμφέροντα στην ελευθερία της ναυτιλίας και του διεθνούς εμπορίου”, τόνισε ο Μπένετ. Ο δε Υπουργός Εξωτερικών Γιάιρ Λάπιντ μαζί με τον Υπουργό Άμυνας Μπένι Γκαντζ κάλεσαν σήμερα τους πρέσβεις στο Ισραήλ των κρατών-μελών του Συμβουλίου Ασφαλείας και ανακοίνωσαν πως οι ισραηλινές υπηρεσίες ταυτοποίησαν τον οργανωτή της επίθεσης που ονομάζεται Σαΐντ Αρτζανί. “Το Ισραήλ ενήργησε σε όλα τα πολιτικά επίπεδα και τα δίκτυα ασφαλείας, ούτως ώστε η διεθνής κοινότητα να θέσει σαφή όρια στο Ιράν για να σταματήσει την επιθετική του συμπεριφορά”, δήλωσε ο Λάπιντ και πρόσθεσε πως “δεν πρόκειται για σύγκρουση μεταξύ στρατών στη Συρία. Δεν πρόκειται για κρυφή επιχείρηση εναντίον στρατιωτικών εγκαταστάσεων. Αυτή είναι μια επίθεση στους παγκόσμιους εμπορικούς διαύλους, αυτή είναι μια επίθεση στη διεθνή ελευθερία μετακίνησης. Αυτό είναι ένα διεθνές έγκλημα. Ο κόσμος πρέπει να δράσει τώρα”, τόνισε ο Ισραηλινός Υπουργός Εξωτερικών.

Τεχεράνη: “Ψευδείς οι κατηγορίες και αβάσιμοι οι ισχυρισμοί”
Η Κυβέρνηση του Ιράν απέρριψε ως “ψευδείς” τις κατηγορίες ότι βρίσκεται πίσω από την επίθεση στο Mercer Street και ο εκπρόσωπος του ιρανικού Υπουργείου Εξωτερικών χαρακτήρισε “αβάσιμους” τους ισχυρισμούς του Ισραήλ, των ΗΠΑ και της Βρετανίας. Παράλληλα, προειδοποίησε για ιρανική απάντηση σε τυχόν αντίποινα από το Ισραήλ, τις ΗΠΑ και τη Βρετανία. “Το Ιράν δεν διστάζει να προστατεύσει την ασφάλεια και τα εθνικά του συμφέροντα και θα απαντήσει άμεσα και δυνατά σε κάθε πιθανή περιπέτεια”.
Ο ιρανικός ημικρατικός τηλεοπτικός σταθμός Al-Alam μετέδωσε όμως την Παρασκευή την πληροφορία πως, σύμφωνα με καλά πληροφορημένες πηγές από την περιοχή, υπεύθυνες για την επίθεση στο δεξαμενόπλοιο ήταν οι “δυνάμεις αντίστασης” στη Συρία και πως επρόκειτο για απάντηση σε ισραηλινή αεροπορική επίθεση στο αεροδρόμιο αλ-Νταμπάα στην περιοχή αλ-Κουσάιρ της Συρίας. Ως “δυνάμεις αντίστασης” το Ιράν χαρακτηρίζει τις στρατιωτικές μονάδες των Φρουρών της Επανάστασης και τις φιλοϊρανικές στρατιωτικές οργανώσεις που δρούν με την υποστήριξή του Ιράν στη Συρία. Σύμφωνα με ισραηλινά μέσα ενημέρωσης, είχε πραγματοποιηθεί βομβαρδισμός από την ισραηλινή αεροπορία στο συγκεκριμένο αεροδρόμιο στις 22 Ιουλίου.
Διστακτικότητα ως προς τον τρόπο απάντησης
Σύμφωνα με διπλωματικές πηγές του Kappa News από τις εμπλεκόμενες χώρες, υπάρχει προβληματισμός σε Ουάσιγκτον και Λονδίνο για το ποιά θα πρέπει να είναι η ενδεδειγμένη απάντηση στην επιθετική αυτή κίνηση του Ιράν. Αφενός υπάρχει μεγάλη πίεση από το Ισραήλ για να υπάρξει κοινή και συντονισμένη απάντηση στην Τεχεράνη, καθώς στη μέχρι τώρα ιρανική επιθετικότητα προστέθηκαν και ανθρώπινα θύματα και πλήττεται σοβαρά η διεθνής ναυσιπλοΐα στην Αραβική Θάλασσα και τον Περσικό Κόλπο. Η Κυβέρνηση Μπάιντεν δε, πιέζεται και από τη Γερουσία, όπου είναι ευρέως πλειοψηφική η άποψη υπέρ μια δυναμικής απάντησης στο ιρανικό καθεστώς. Αφετέρου όμως στον Λευκό Οίκο προβληματίζονται σοβαρά για το αν ένα ηχηρό χτύπημα των συμμάχων στο Ιράν θα πλήξει το καθεστώς ή θα το ισχυροποιήσει, σε συνδυασμό με την ανάληψη και τυπικά της Προεδρίας της χώρας την Πέμπτη από τον σκληροπυρηνικό νέο Πρόεδρο Εμπραχίμ Ραϊσί.
Η βρετανική δε Κυβέρνηση ενδιαφέρεται έντονα για την τύχη των Βρετανών πολιτών, τους οποίους έχει φυλακισμένους το ιρανικό καθεστώς σε μια άτυπη μορφή ομηρίας. Η Τεχεράνη αφήνει να εννοηθεί ότι η τύχη των Βρετανών φυλακισμένων, όπως η δασκάλα και ερευνήτρια Ναζανίν Ζαγκάρι-Ράτκλιφ, συνδέεται ευθέως με τη στάση της Βρετανίας απέναντι στο Ιράν. Και οι Ηνωμένες Πολιτείες βρίσκονται σε διαπραγματεύεις με το Ιράν για την απελευθέρωση κρατουμένων/ομήρων με τη διαμεσολάβηση της Ελβετίας και Ιρανός αξιωματούχος δήλωσε την Τρίτη πως “όπως έχουν τα πράγματα, το θέμα της ανταλλαγής κρατουμένων θα φύγει εντελώς από την ατζέντα”.
Προβληματισμός όμως υπάρχει στην Ουάσιγκτον και για το αν οι ΗΠΑ πρέπει να εμπλακούν στη σύγκρουση του Ισραήλ με το Ιράν στη Συρία, και τι επιπτώσεις θα μπορούσε να έχει κάτι τέτοιο συνολικά για την αμερικανική πολιτική στην περιοχή. Οι Αμερικανοί κατανοούν πλήρως τα ισραηλινά επιχειρήματα για τους κινδύνους ασφαλείας που εγκυμονεί η δράση των Φρουρών της Επανάστασης, της Χεζμπολά και των ιρακινών σιιτικών στρατιωτικών οργανώσεων στη Συρία, αλλά είναι εξαιρετικά διστακτικοί στο να αντιμετωπίσουν αυτές τις εξτρεμιστικές οργανώσεις με στρατιωτική εμπλοκή.
Το σημαντικότερο όμως θέμα που απασχολεί την Ουάσιγκτον και το Λονδίνο ως προς το ενδεχόμενο κλιμάκωσης με το Ιράν, εξ αιτίας των ιρανικών επιθέσεων σε εμπορικά πλοίο, είναι οι ενδεχόμενες επιπτώσεις μιας τέτοιας κλιμάκωσης στις διαπραγματεύσεις στη Βιέννη για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν JCPOA. Οι εν λόγω διαπραγματεύσεις βρίσκονται σε μια ευαίσθητη καμπή, καθώς έχει πραγματοποιηθεί σημαντική πρόοδος και απομένει πλέον η αναγκαία πολιτική βούληση από τα εμπλεκόμενα μέρη για να γίνουν οι τελευταίοι και κρίσιμοι συμβιβασμοί. Τυχόν σύγκρουση τώρα με το Ιράν είναι πιθανό να οδηγούσε σε κατάρρευση τις διαπραγματεύσεις και σε οριστική ακύρωση της JCPOA, με όποιες επιπτώσεις θα μπορούσε να έχει αυτό για το πυρηνικό πρόγραμμα της Τεχεράνης και τα ενδεχόμενα σχέδια του ιρανικού καθεστώτος για την κατασκευή πυρηνικών όπλων.
Για τους πιο πάνω λόγους, η απάντηση των ΗΠΑ και της Βρετανίας είναι πιθανό να μην είναι ιδιαίτερα δραματική, όπως πχ μια στοχευμένη πυραυλική επίθεση, αλλά κάποιας ηπιότερης μορφής, όπως μια συντονισμένη επιχείρηση κυβερνοεπίθεσης σε νευραλγικές εγκαταστάσεις του ιρανικού κράτους. Δεν αποκλείεται όμως τελικά να επιλεγεί μια επικοινωνιακά εντυπωσιακή επιχείρηση, όπως καταδρομική επιχείρηση στο κέντρο διοίκησης και επιχειρήσεων των ιρανικών drones, όπως ανέφεραν βρετανικές στρατιωτικές πηγές στη Mirror.