Ασήμαντα τα ανταλλάγματα που πήρε ο Ερντογάν για την άρση του βέτο

Γράφει ο Γιάννης Κουτσομύτης

Σε πλήρη αντίθεση με τη σκληρή ρητορική των προηγουμένων μηνών, ο Ρετσέπ Ταγίπ Ερντογάν έδειξε τη Δευτέρα ένα εντελώς διαφορετικό πρόσωπο και αποδέχθηκε ύστερα από ισχυρές πιέσεις την άρση του βέτο που ο ίδιος είχε θέσει για την ένταξη της Σουηδίας στο NATO.

Μετά από μια συνάντηση διάρκειας μιάμισης ώρας με τον Σουηδό Πρωθυπουργό Ουλφ Κρίστερσον και τη μεσολάβηση του Γενς Στόλτενμπεργκ, ο Τούρκος Πρόεδρος ήρε το τουρκικό βέτο παίρνοντας ασήμαντα ανταλλάγματα σε σχέση με το πόσο ψηλά είχε θέσει τον πήχυ αυτού του παλιομοδίτικου τουρκικού εκβιασμού.

Σύμφωνα με την ανακοίνωση της Συμμαχίας, η Σουηδία αποδέχθηκε τη σύσταση ενός διμερούς “Συμβουλίου Ασφαλείας” με την Τουρκία, το οποίο θα συνέρχεται μια φορά το χρόνο σε επίπεδο Υπουργών και θα εξετάζει “κοινά ζητήματα ασφάλειας”. Πρόκειται για μια πολιτική δήλωση από την πλευρά της Σουηδίας, χωρίς καμία εγγύηση κοινών αποφάσεων και πρακτικών δράσεων.

Η Σουηδία επίσης δεσμεύθηκε ότι δεν θα παρέχει υποστήριξη στο YPG και το PYD, το στρατιωτικό και το πολιτικό παρακλάδι του PKK στη Συρία, όπως και στην οργάνωση του Φετουλάχ Γκιουλέν. Η Στοκχόλμη δεσμεύεται επίσης ότι θα συνεχίσει και μετά την ένταξη τη συνεργασία με την Τουρκία στον αγώνα κατά της τρομοκρατίας. Όσον αφορά την ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκία, την οποία ο Ερντογάν έθεσε το πρωί της Δευτέρας ως καινούργιο όρο, δεν υπήρξε καμία ουσιαστική δέσμευση, καθώς δεν μπορούσε πρακτικά να υπάρξει. Απλά στο ανακοινωθέν, η Σουηδία δεσμεύεται ότι “θα υποστηρίξει” την επανέναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων, όπως και την αναβάθμιση της Τελωνειακής Ένωσης και την απελευθέρωση της βίζας. Αυτά τα ζητήματα όμως είναι παγωμένα από το 2015, και δεν διαφαίνεται η δυνατότητα να ξεπαγώσουν, καθώς απαιτείται και η σύμφωνη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, το οποίο είναι εξαιρετικά αρνητικό. Η δε Κύπρος είναι απίθανο να συναινέσει σε άνοιγμα νέων κεφαλαίων και αναβάθμιση Τελωνειακής Ένωσης και απελευθέρωση βίζας, εάν η Τουρκία δεν δώσει συγκεκριμένα ανταλλάγματα στο Κυπριακό.

Καμία αναφορά δεν γίνεται στο ανακοινωθέν για το ταυτικό ζήτημα που είχε σηκώσει ψηλά το προηγούμενο διάστημα ο Ερντογάν, όσον αφορά τις αντι-ισλαμικές διαδηλώσεις στην Σουηδία και το κάψιμο αντιτύπων του Κορανίου.

Η μόνη δέσμευση από την πλευρά του NATO ήρθε με την ανακοίνωση από τον Στόλτενμπεργκ για τη δημιουργία θέσης “Ειδικού Συντονιστή για την Αντιτρομοκρατία” στη Συμμαχία, χωρίς να διευκρινίζεται πως αυτή η θέση θα εξυπηρετεί το τουρκικό δόγμα καταπολέμησης του PKK, του YPG και της οργάνωσης του Γκιουλέν. Τούρκοι αξιωματούχοι διέρρεαν χθες στο Βίλνιους ότι η θέση θα καταληφθεί από Τούρκο αξιωματούχο, αλλά δεν έχει υπάρξει καμία τέτοια επιβεβαίωση ή δέσμευση από τη Συμμαχία.

Όσον αφορά το περίφημο ζήτημα των F-16, o Πρόεδρος Μπάιντεν δήλωσε το Σάββατο στο CNN ότι το θέμα συνδέεται με την έγκριση ένταξης της Σουηδίας στο NATO, αλλά και την “ενίσχυση” που έχει ζητήσει από τις ΗΠΑ ο Κυριάκος Μητσοτάκης. Είναι γνωστό ότι υπάρχουν αντιδράσεις στο Κογκρέσο για την έγκριση της πώλησης των F-16, αν και ο Ρόμπερτ Μενέντεζ δήλωσε χθες το βράδυ στο ΑΠΕ πως διεξάγει συζητήσεις με τον Λευκό Οίκο για τους όρους της πώλησης. Αυτό που επιδιώκει η πλειοψηφία της Γερουσίας είναι να συνδεθεί η πώληση με μια ρήτρα “μη επιθετικότητας” από την Τουρκία κατά της Ελλάδας. Ο Μενέντεζ ανέφερε πως αναμένει να υπάρξει απόφαση για το ζήτημα “την ερχόμενη εβδομάδα”.

Μπορούμε λοιπόν να συμπεράνουμε πως, εάν δεν υπήρξε κάποιο άλλο κρυφό αντάλλαγμα προς την Τουρκία -κάτι ελάχιστα πιθανό-, τα αποτελέσματα του ανατολίτικου παζαριού/εκβιασμού του Τούρκου Προέδρου είναι ιδιαίτερα πενιχρά, έως και ανύπαρκτα. Το ζήτημα των F-16 ήταν γνωστό εδώ και καιρό ότι είχε συνδεθεί με την άρση του τουρκικού βέτο, αλλά και τώρα δεν είναι βέβαιο ότι τα μαχητικά θα δοθούν στην Τουρκία χωρίς συγκεκριμένους όρους, τους οποίους διαπραγματεύεται ο Μενέντεζ με τον Λευκό Οίκο, και εμμέσως με την τουρκική Κυβέρνηση. Εάν τελικά υπάρξουν όροι για την πώληση των F-16, θα αποτελεί μια σημαντική επιτυχία για τα ελληνικά συμφέροντα, καθώς μέχρι την έναρξη και την ολοκλήρωση της παράδοσης των μαχητικών η Τουρκία θα πρέπει να συνυπολογίζει ιδιαίτερα τη στάση της απέναντι στην Ελλάδα και την Κύπρο.