Άλμα στο κενό για τη Βρετανία

Γράφει ο Γιάννης Κουτσομύτης

‘Οταν στις 10 το βράδυ της Πέμπτης έκλεισαν οι κάλπες και τα τηλεοπτικά δίκτυα στη Βρετανία δημοσίευσαν το κοινό τους exit poll, ακόμη και τα στελέχη της προεκλογικής καμπάνιας του Συντηρητικού Κόμματος δεν μπορούσαν να πιστέψουν το εύρος της εκλογικής νίκης για τους Τόρις. Το πιο αισιοδόξο σενάριο για την ομάδα του Μπόρις Τζόνσον ήταν νίκη με απόλυτη πλειοψηφία 70 εδρών, αλλά τελικά το εύρος της νίκης έφτασε τις 80 έδρες. Η επιστημονικά πλέον αξιόπιστη δημοσκόπηση MRP της YouGov έδειχνε μεν άνετη νίκη των Τόρις, αλλά με πλειοψηφία το πολύ 40 εδρών. Πρόκειται για τη μεγαλύτερη σε εύρος εκλογική νίκη του Συντηρητικού Κόμματος μετά το 1987, ίσως όμως να είναι και η πιο σημαντική πολιτική εξέλιξη στη Βρετανία εδώ και πολλές δεκαετίες. Πρόκειται αναμφίβολα και για μια τεράστια προσωπική νίκη του Μπόρις Τζόνσον, αρκεί να σκεφτεί κανείς ότι μόλις τον περασμένο Μάιο στις ευρωεκλογές οι Συντηρητικοί ήρθαν πέμπτοι, ενώ ο Τζόνσον ήταν ένας απλός βουλευτής της συμπολίτευσης.

Οι εκλογές αυτές αφορούσαν κυρίως το κεφαλαιώδες για τη χώρα ζήτημα του Brexit, αλλά και το ιδεολογικό μοντέλο βάσει του οποίου θα κυβερνηθεί η χώρα τα επόμενα πέντε χρόνια. Όσον αφορά το Brexit, oι Βρετανοί ψηφοφόροι είχαν να επιλέξουν ανάμεσα στην πρόταση των Συντηρητικών, που προέβλεπε άμεση αποχώρηση από την Ευρωπαϊκή Ένωση, την πρόταση των Εργατικών που προέβλεπε νέες διαπραγματεύσεις με την ΕΕ και στο τέλος ένα δεύτερο δημοψήφισμα με ερώτημα “αποχώρηση με τη συμφωνία της κυβέρνησης των Εργατικών ή παραμονή στην ΕΕ”, και την πρόταση των Φιλελεύθερων Δημοκρατών που προέβλεπε την άνευ όρων ανάκληση της αίτησης αποχώρησης από την ΕΕ.

Τα τελικά αποτελέσματα των εκλογών στη Βρετανία (12/12/2019) [Πηγή: Sky News]

Η μάχη για το Brexit

Εν τέλει επικράτησε καθαρά η κυβερνητική πρόταση των Τόρις και του αμφιλεγόμενου αρχηγού τους, του Μπόρις Τζόνσον, οι οποίοι κατάφεραν να συσπειρώσουν το 95% των πολιτών που στηρίζουν την αποχώρηση. Το στρατόπεδο όμως της παραμονής στην ΕΕ, παρότι υπερίσχυσε σε συνολικό αριθμό ψήφων 52% έναντι 48%, εν τούτοις έχασε κατά κράτος λόγω της διάσπασης των δυνάμεων ανάμεσα στους Εργατικούς, τους Φιλελεύθερους Δημοκράτες και το Εθνικό Κόμμα της Σκωτίας.

Η πολυδιάσπαση όμως του στρατοπέδου του Remain δεν αρκεί ως δικαιολογία για την επικράτηση των Συντηρητικών ως φορέας του προεκλογικού συνθήματος “Let’s get Brexit done”. Πρέπει να ομολογήσει κανείς ότι η βρετανική κοινωνία είχε κουραστεί από τις συνεχείς αναβολές στο Brexit, τις συνεχείς μάχες στο Κοινοβούλιο και την υποβάθμιση της αξιοπρέπειας της χώρας, με τον/την εκάστοτε Πρωθυπουργό να ζητά συνεχείς παρατάσεις από τους 27 ηγέτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η αντιπολίτευση δε, δεν εκτίμησε ορθά ότι η συμφωνία την οποία έκλεισε ο Τζόνσον τον Νοέμβριο με την ΕΕ, είχε τις προϋποθέσεις να εγκριθεί από το Κοινοβούλιο, αφού, παρόλο που είναι χειρότερη για τα βρετανικά συμφέροντα από εκείνη που είχε κλείσει η τέως Πρωθυπουργός Τερέσα Μέι, ο Τζόνσον κατάφερε να πείσει τη συντριπτική πλειοψηφία των σκληρών Brexiteers εντός των Τόρις να τη στηρίξουν. Και η αιτία είναι ότι θυσιάζεται μεν το εμπορικό καθεστώς της Βόρειας Ιρλανδίας υπέρ της ΕΕ, αλλά η υπόλοιπη Βρετανία θα έχει από τα τέλη Ιανουαρίου τη δυνατότητα να διαπραγματευθεί ελεύθερα νέες εμπορικές συμφωνίες με τρίτες χώρες, ενώ με τη συμφωνία της Μέι αυτό θα ήταν πολύ δύσκολο. Ο Τζόνσον και οι Τόρις κατάφεραν έτσι να συσπειρώσουν αφενός τους σκληροπυρηνικούς Brexiteers και αφετέρου τους πιο μετριοπαθείς Leavers Συντηρητικούς, οι οποίοι δεν ήθελαν ένα ασύντακτο Brexit χωρίς συμφωνία με την ΕΕ.

Ο παράγοντας Κόρμπυν

Σύμφωνα με όλες σχεδόν τις μετεκλογικές δημοσκοπήσεις και τα ποιοτικά στοιχεία του exit poll, ο πλέον καθοριστικός παράγοντας για την ήττα των Εργατικών ήταν η αρνητική εικόνα του αρχηγού τους Τζέρεμυ Κόρμπυν. Σε όλες τις προεκλογικές μετρήσεις, ο Τζόνσον υπερείχε κατά κράτος στην καταλληλότητα για Πρωθυπουργός από τον σοσιαλιστή ηγέτη. Και σαν να μην έφτανε αυτό, ήρθαν και οι αποκαλύψεις για τις “αντισιωνιστικές θέσεις” του Κόρμπυν και τις αντισημιτικές θέσεις κάποιων στελεχών των Εργατικών, οι οποίες δεν αντιμετωπίστηκαν με την ανάλογη σοβαρότητα από την ηγεσία του κόμματος, με αποτέλεσμα να παρέμβει ο αρχιραββίνος της Βρετανίας, χαρακτηρίζοντας τον Κόρμπυν “ακατάλληλο” για το αξίωμα του Πρωθυπουργού.

Δημοσκοπικό εύρημα της Opinium ως προς τους λόγους που δεν ψηφίστηκε το Εργατικό Κόμμα (12/12/2019)

Το κυβερνητικό πρόγραμμα

Πέρα από το Brexit, το πλέον κεντρικό ζήτημα για την πλειοψηφία των Βρετανών πολιτών υπήρξε τα τελευταία χρόνια η ανατροπή των σκληρών μέτρων λιτότητας που επέβαλλαν οι Κυβερνήσεις των περασμένων ετών και ιδίως η Κυβέρνηση Κάμερον, και οι επιπτώσεις της λιτότητας στο Εθνικό Σύστημα Υγείας (NHS), την Παιδεία και την κοινωνική πρόνοια. Οι Εργατικοί, που κατήγγειλαν εδώ και πολλά χρόνια τις πολιτικές λιτότητας (οι περισσότερες από τις οποίες ήταν πάντως επιβεβλημένες λόγω της χρηματο-οικονομικής κρίσης του 2007~2011), θεώρησαν ότι αυτό είναι ένα προνομιακό πεδίο πολιτικής για να μπορέσουν να προσελκύσουν ψηφοφόρους από την εργατική τάξη, τη μικρομεσαία, ακόμη και τη μεσαία τάξη. Οι Συντηρητικοί όμως απάντησαν με μια θεαματική αλλαγή στρατηγικής, διακηρύσσοντας ένα ευρύ κυβερνητικό πρόγραμμα στήριξης του NHS και σημαντικού αριθμού δημοσίων επενδύσεων, ιδίως στις υποβαθμισμένες και αποβιομηχανοποιημένες περιοχές των Midlands, της Ουαλίας και της Βόρειας Αγγλίας.

Οι Εργατικοί, ακολουθώντας σε μεγάλο βαθμό και τις τάσεις της κοινής γνώμης, ανακοίνωσαν ένα υπερφιλόδοξο πρόγραμμα σοσιαλιστικής έμπνευσης, που θύμιζε σε μεγάλο βαθμό τις πολιτικές των Εργατικών στις αρχές της δεκαετίας του ’80. Μαζικές ρατικοποιήσεις οργανισμών κοινής οφέλειας, τεράστιους φόρους στους πλούσιους, φορολόγηση των ψηφιακών πολυεθνικών κολοσσών, δωρεάν ευρυζωνικές υπηρεσίες σε κάθε σπίτι και δωρεάν οδοντιατρική περίθαλψη για όλους. Παρ’ όλα αυτά όμως, το οικονομικό πρόγραμμα των Εργατικών δεν έπεισε τους ψηφοφόρους και μάλιστα δεν έπεισε ούτε καν την εργατική τάξη, στην οποία στηριζόταν παραδοσιακά το Εργατικό Κόμμα. Μια πιθανή εξήγηση της δυσπιστίας των πολιτών είναι πως, παρότι όλες σχεδόν αυτές οι “σοσιαλιστικές” προτάσεις είναι πλειοψηφικές στη βρετανική κοινωνία, το γεγονός ότι συγκεντρώθηκαν όλες μαζί σε ένα πρόγραμμα με εξαιρετικά αμφίβολες δυνατότητα χρηματοδότησης κατέστησε τη συνολική πρόταση αφερέγγυα. Ένα απλό παράδειγμα είναι ο περίφημος φόρος στις ψηφιακές πολυεθνικές επιχειρήσεις, μια εκδοχή του οποίου επιδιώκει να εφαρμόσει η Γαλλία με αποτέλεσμα να της επιβληθούν εμπορικές κυρώσεις από τις Ηνωμένες Πολιτείες και να κινδυνεύει τώρα να επιφέρει περισσότερο ζημιά παρά όφελος στη γαλλική οικονομία.

Το ηλικιακό χάσμα

Ένας τρίτος, εξαιρετικά σημαντικός παράγοντας για την επικράτηση των Συντηρητικών υπήρξε η συντριπτική επικράτησή τους στις μεσαίες και μεγάλες ηλικιακές ομάδες. Ειδικά στους ψηφοφόρους άνω των 65 ετών οι Συντηρητικοί έφτασαν το 62%, ενώ οι Εργατικοί έλαβαν μόνο το 18%. Πρόκειται σε μεγάλο βαθμό για ένα αποτέλεσμα της οικονομικής πολιτικής των Εργατικών, η οποία φόβησε τους ανθρώπους μεγάλης ηλικίας που βασίζονται σε συντάξεις και εισοδήματα από επενδύσεις και ακίνητα. Η συντριπτική αυτή υπεροχή δεν μπόρεσε να ισοσταθμιστεί από τη συντριπτική επικράτηση των Εργατικών στις νέες ηλικίες.

Ανάλυση από την Lord Ashcroft Polls για τη δημογραφική και κοινωνική διαστρωμάτωση της ψήφου των εκλογών στη Βρετανία (12/12/2019)

Η επόμενη μέρα

Η ευρεία νίκη των Συντηρητικών και του Μπόρις Τζόνσον με ευρεία πλειοψηφία 80 εδρών ανοίγει πλέον διάπλατα το δρόμο για την οριστική έξοδο της Βρετανίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Είναι πλέον βέβαιο πως οι ελάχιστοι εναπομείναντες σκληροπυρηνικοί Brexiteers δεν θα μπορέσουν να μπλοκάρουν την υπερψήφιση του νομοσχεδίου με τη συμφωνία αποχώρησης και έτσι η αποχώρηση της Βρετανίας από την ΕΕ θα γίνει πραγματικότητα το αργότερο μέχρι τις 31 Ιανουαρίου. Από εκείνη την ημέρα αναμένεται να ενεργοποιηθούν οι τελωνειακοί έλεγχοι ανάμεσα στη Βρετανία και την ΕΕ, ενώ είναι πολύ πιθανό να υπάρξουν και περιορισμοί στην είσοδο Ευρωπαίων πολιτών στο Ηνωμένο Βασίλειο. Όσοι Ευρωπαίοι πάντως (και Έλληνες προφανώς) είναι ήδη μόνιμοι κάτοικοι Βρετανίας δεν αναμένεται να αντιμετωπίσουν κάποιο πρόβλημα εφόσον συμπλήρωσαν έγκαιρα την καταγραφή τους στο βρετανικό Γραφείο Μετανάστευσης.

Μετά τα τέλη Ιανουαρίου όμως ξεκινά η δεύτερη φάση του Brexit, η οποία αφορά στην σύναψη μιας εμπορικής συμφωνίας με την ΕΕ, το αργότερο μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2020, εκτός εάν δοθεί παράταση στη μεταβατική περίοδο. Οι διαπραγματεύσεις με την Ένωση αναμένεται να είναι εξαιρετικά δύσκολες και περίπλοκες και τον τόνο τον έδωσαν ήδη οι Ευρωπαίοι ηγέτες στο πρόσφατο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο στις Βρυξέλλες. Η Γερμανίδα Καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ ανέφερε χαρακτηριστικά ότι “η Βρετανία θα είναι πλέον ένας ανταγωνιστής δίπλα στην εξώπορτά μας”.

Σοβαρές ανησυχίες για το μέλλον του “Ηνωμένου” Βασιλείου

Μια από τις σοβαρότερες παρενέργειες του Brexit και των εκλογών αυτών είναι οι φυγόκεντρες τάσεις που αναδεικνύονται ήδη στις αποκεντρωμένες δημοκρατίες του Ηνωμένου Βασιλείου, κυρίως στη Σκωτία, αλλά και στη Βόρεια Ιρλανδία και την Ουαλία. Ειδικά στη Σκωτία η επικράτηση του Εθνικού Κόμματος της Σκωτίας (SNP) ήταν σχεδόν καθολική, αφού κατέλαβε τις 48 από τις 55 έδρες της ημιαυτόνομης περιφέρειας. Αμέσως μετά την ανακοίνωση του αποτελέσματος των εκλογών, η ηγέτης του SNP Νίκολα Στέρτζον ανακοίνωσε με απόλυτη σαφήνεια ότι θα επιδιώξει τη διενέργεια ενός καινούργιου δημοψηφίσματος για την ανεξαρτησία της Σκωτίας. Ακολούθησε ένα τηλεφώνημα με τον Μπόρις Τζόνσον, όπου ο νικητής των εκλογών απέρριψε ασυζητητί την διενέργεια νέου δημοψηφίσματος, θεωρώντας ότι το προηγούμενο που διεξήχθη το 2014 έχει ακόμη ισχυρή νομιμοποίηση. Οι Σκωτσέζοι ανταπαντούν με το ισχυρό επιχείρημα ότι τα δεδομένα έχουν αλλάξει δραματικά, καθώς το Λονδίνο “σέρνει” ολόκληρη τη χώρα εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης, παρότι οι Σκωτσέζοι έδωσαν καθαρή πλειοψηφία στο “Remain” στο δημοψήφισμα για το Brexit το 2016. Η συνέχεια αναμένεται να έχει σοβαρές εντάσεις ανάμεσα στις πλευρές, καθώς η Γλασκώβη φέρεται αποφασισμένη να διεξαγάγει δημοψήφισμα για την ανεξαρτησία, ακόμη και χωρίς τη σύμφωνη γνώμη του Λονδίνου, θυμίζοντας σε μεγάλο βαθμό την πρόσφατη υπόθεση της Καταλονίας.

Και στη Βόρεια Ιρλανδία όμως πυκνώνουν οι φωνές για “Ένωση” με την Ιρλανδία, μετά και την πιθανότατη επιβεβαίωση της συμφωνίας αποχώρησης από την ΕΕ, η οποία δημιουργεί ένα de facto ξεχωριστικό τελωνειακό καθεστώς για την αποκεντρωμένη περιφέρεια, αφήνοντάς την σταθερά συνδεδεμένη με τις ρυθμίσεις της ΕΕ και απομακρύνοντάς την από την υπόλοιπη Βρετανία. Είναι χαρακτηριστικό ότι για πρώτη φορά στα χρονικά οι “Ενωτικοί” κατέλαβαν περισσότερες έδρες από τους Loyalists. Παρόμοιες φωνές, αν και σε πολύ μικρότερο βαθμό, ακούγονται και στην αποκεντρωμένη περιφέρεια της Ουαλίας.

Τρικυμία στο Εργατικό Κόμμα

Το αποτέλεσμα των εκλογών και κυρίως το μέγεθος της ήττας προκάλεσε, όπως ήταν αναμενόμενο, μείζονα κρίση στο Εργατικό Κόμμα και οι φωνές κατά της ηγεσίας του Τζέρεμυ Κόρμπυν φτάνουν και στα όρια της οργής. Ο ίδιος ο αρχηγός του κόμματος δήλωσε πως σκοπεύει να εγκαταλήψει την εξουσία, αλλά δεν θα παραδώσει τα ηνία του κόμματος μέχρι να βρεθεί ο επόμενος ηγέτης. Στην ουσία πλέον στο κόμμα των Εργατικών υπάρχει μια σοβαρή ιδεολογική σύγκρουση για το μέλον του κόμματος και την πολιτική του ταυτότητα. Τα “κεντρώα” στελέχη και οι “Blairists” (όσοι έχουν απομείνει τουλάχιστον), θεωρούν ότι το κόμμα έχει ξεφύγει πολύ προς τα άκρα και πρέπει να αποκτήσει ξανά επαφή με τον μεσαίο χώρο, τον οποίο ο Κόρμπυν κατηγορείται ότι παρέδωσε στους Τόρις και τους Φιλελεύθερους Δημοκράτες. Επειδή όμως οι πιο ακραίες δυνάμεις υπερέχουν αισθητά στο κόμμα, είναι ιδιαίτερα δύσκολο να υπάρξει μια ραγδαία αλλαγή πολιτικής και ιδεολογικής κατεύθυνσης.

Χαμένη ευκαιρία για τους Φιλελεύθερους Δημοκράτες

Παρότι είδαν τα ποσοστά τους να αυξάνονται κατά 35% σε σχέση με τις προηγούμενες εκλογές, οι Φιλελεύθεροι Δημοκράτες υπέστησαν ουσιαστικά μια σοβαρή εκλογή ήττα, καθώς μέχρι και πριν από λίγους μήνες υπήρχε η ελπίδα ή η προσδοκία ότι θα μπορούσαν να ξεπεράσουν ακόμη και τους Εργατικούς σε δύναμη και να εκφράσουν καθαρά τις ελπίδες του στρατόπεδου του Remain. Υπήρξε όμως η στρατηγικά εσφαλμένη απόφαση όσον αφορά το Brexit, που τους στέρησε αξιοπιστία στα μάτια πολλών μετριοπαθών ψηφοφόρων. Ο στόχος της πλήρους ακύρωσης του Brexit, χωρίς να προηγηθεί καν δεύτερο δημοψήφισμα, ερμηνεύθηκε από πολλούς Βρετανούς πολίτες ως προσβολή προς το πολίτευμα, αφού παρόλα τα προβλήματά του, το δημοψήφισμα του 2016 θεωρείται από τη συντριπτική πλειοψηφία των Βρετανών πολιτών ως δημοκρατικό δεδομένο. Παράλληλα οι LibDems αδικήθηκαν περισσότερο από όλα τα κόμματα από το πλειοψηφικό σύστημα των μονοεδρικών περιφερειών, αφού παρότι κατέλαβαν το 11,5% των ψήφων, απέσπασαν μόλις 11 από τις 650 έδρες του Κοινοβουλίου. Το κόμμα βρίσκεται πλέον και σε αναζήτηση νέας ηγεσίας, αφού η αρχηγός του Τζο Σουίνσον έχασε την έδρα του κόμματος στη Σκωτία.

Το μεγάλο ερωτηματικό της διακυβέρνησης Μπόρις Τζόνσον

Πλέον η Βρετανία πέρασε σε μια νέα φάση και στην ηγεσία της χώρας βρίσκεται πια ένας πολύ φιλόδοξος και αρριβίστας πολιτικός, ο οποίος απέδειξε μεν ότι μπορεί να πιάσει το σφυγμό της κοινωνίας αλλά δεν έχει κανένα εμφανή φραγμό ως προς τους λαϊκιστικούς χειρισμούς, τη διαχείριση με το χειρότερο τρόπο των εθνικιστικών ενστίκτων των παραδοσιακών Άγγλων, και το χειρότερο, απέδειξε στην πράξη τους τελευταίους μήνες, ότι δεν τρέφει κανένα σεβασμό στους θεσμούς της Δημοκρατίας και το κράτος δικαίου προκειμένου να πετύχει τους πολιτικούς του στόχους. Ενδεικτική ήταν η πινακίδα στο πόντιουμ όπου έδωσε την πρώτη του ομιλία μετά την επιβεβαίωση της εκλογικής νίκης, όπου έγραφε “Η Κυβέρνηση του λαού”, επιβεβαιώνοντας πλήρως την εθνικολαϊκιστική βάση της πολιτικής του οντότητας. Εάν επίσης σκεφτεί κανείς ότι έχει με το μέρος του και τη συντριπτική πλειοψηφία των μέσων ενημέρωσης, δεν είναι ιδιαίτερα αδικαιολόγητοι οι φόβοι ότι η βρετανική δημοκρατία εισήλθε σε πολύ θολά νερά.