Γράφει ο Ευάγγελος Κουμεντάκος
Οι μεθοδεύσεις της Τουρκίας στο θέμα της Ελληνικής υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ είναι πλέον πρωτοσέλιδο. Το γεγονός όμως ότι η όποια συζήτηση σχετικά με αυτό το θέμα βασίζεται στην ενεργειακή πολιτική θα έπρεπε να μας κινήσει το ενδιαφέρον για πιθανές συνέργειες μεταξύ της εξωτερικής και της κλιματικής/περιβαλλοντικής διπλωματικής διάστασης του θέματος. Αυτή η τελευταία, είναι ακόμα ένας κρίκος που λείπει απο την στρατηγική της Ελλάδας. Είναι καθοριστικός για πολλούς άλλους τομείς, με πιο σημαντικούς την οικονομία και το γεγονός ότι η Ευρώπη, και η Ελλάδα, δεσμεύτηκαν στην κλιματική ουδετερότητα μέχρι το 2050. Επίσης, τα γεγονότα δείχνουν ότι ακόμη και καθυστερημένα, και με επιβολή των τεκταινομένων, η Ελλάδα έχει σαν στόχο να προστατεύσει, όσο το δυνατόν, την εδαφική της ακεραιότητα. Έχει κάποια θέση.
Το πλαίσιο μεταξύ κλιματικής ουδετερότητας και γεωστρατηγικής προκατάληψης προσφέρει μοναδικές ευκαιρίες. Αξίζει να αναφερθούμε σε αυτό το σημείο στην πρόσφατη ανακοίνωση της Επιτροπής για την κινητοποίηση ένος τρισεκατομμυρίου ευρώ για την δεκαετία 2020-2030 για επενδύσεις που στοχεύουν στην κλιματική ουδετερότητα και στην αναβάθμιση του περιβάλλοντος μέχρι το 2050. ‘Ολοι οι Ευρωπαϊκοί φορείς και οι πολιτικές θα ενεργοποιηθούν σε αυτό το σχέδιο, το λέγομενο και European Green Deal, με κυρίαρχη την αναβάθμιση των νομών, στον σχεδιασμό και απορρόφηση κονδυλίων, αφού μέχρι τώρα ο σχεδιασμός γινόνταν σε εθνική χωροταξική κλίμακα.
Ο Mηχανισμός Δίκαιης Μετάβασης (Just Transition Mechanism) είναι μονάχα ένα μέρος το οποίο η κυβέρνηση φαίνεται να το έχει στις προτεραιότητές της, αφού ήδη ο Πρωθυπουργός αναφέρθηκε στην πλεονεκτική θέση της Ελλάδας να απορροφήσει ευρωπαϊκά κονδύλια, σε σχέση με την Πολωνία, η οποία δεν δεσμεύτηκε εξ ολοκλήρου στην θέση του Συμβουλίου για κλιματική ουδετερότητα. Επίσης, ίσως θα έπρεπε να υπογραμμίσουμε σε αυτό το σημείο την σημασία της Ευρωπαϊκής στοχοθέτησης για κλιματική ουδετερότητα μέχρι το 2050, με ότι συνεπάγεται για την κοινωνία, την γεωργία, κτλ., αφού ο στόχος είναι να περάσουμε απο την ορυκτή οικονομία σε μία νέα οικονομία βασιζόμενη στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και στον σεβασμό για το περιβάλλον.
Εφόσον μιλάμε για οικονομία, εννοούμε φυσικά τις επενδύσεις, θέμα το οποίο είναι ξεκάθαρο απο το αναγγελία της Επιτροπής. Η πιστοληπτική αξιοπιστία, είναι και αυτή παρεμφερής, καθώς και η συγχρηματοδότηση και η πρόσβαση στις αγορές, ανάλογα με την οικονομική ευρωστία των Κρατών Μελών (πλέον και οι νομοί βγαίνουν στις αγορές). Η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων, το Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Αγροτικής Ανάπτυξης, το Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης, το Ταμείο Συνοχής, και άλλοι Ευρωπαϊκοί φορείς χρηματοδότησης, αλλά και όλες οι επιμέρους πολιτικές, όπως η Κοινή Αγροτική Πολιτική, το επόμενο πλαίσιο ευρωπαϊκής έρευνας, κτλ., είναι όλα επιστρατευμένα στο στόχο για ολοκληρωτική απεξάρτηση απο τα ορυκτά με ορίζοντα το 2050.
Σχετικά με το Green Deal, η Επιτροπή αναφέρθηκε επίσης ρητά στο κράτος δικαίου, το οποίο είναι μοχλός πίεσης και προς την Πολωνία, και Ουγγαρία. Επίσης έχουν γίνει αναφορές και στην ανάγκη αναβάθμισης της κλιματικής διπλωματίας, η οποία μπαίνει δυναμικά πλέον στην φάρετρα των εργαλείων “soft power”, για την οποία φημίζεται η ΕΕ. Πως θα μπορούσε άραγε να φανεί χρήσιμη αυτή η δυναμική στην πολιτική γειτονίας με την Τουρκία;
Η κυβέρνηση δεσμεύτηκε να κλείσει τις λιγνιτικές μονάδες παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας μέχρι το 2028. Υπάρχει άραγε σχέδιο για την χρήση του φυσικού αερίου, και πως αυτό θα μπορούσε να συνδεθεί με την αναμενόμενη πίεση για απεξάρτηση και απο αυτό; Ποιά χρήση του φυσικού αερίου θα μπορούσε να αποφέρει, εκτός απο την μείωση των εκπομπών σε σχέση με τον λιγνίτη και τα περιβαντολλογικά οφέλη, επιπλέον επενδύσεις, και καινοτομία σε υπηρεσίες και προϊόντα. Πάλι φαίνεται να απομακρυνόμαστε απο την γεωστρατηγική σε σχέση με την Τουρκία.
Αν σκεφτούμε ότι πλέον είμαστε σε ένα περιβάλλον όπου η φορολογία, σε επίπεδο ευρωπαϊκό και κρατών-μελών, θα συνδεθεί με την εκπομπή αερίων του διοξειδίου του άνθρακα, και με περιβαλλοντικές συνθήκες παραγωγής των προϊόντων, σε σύγκριση με τρίτες χώρες. Αν σκεφτούμε τις υπηρεσίες και τις καινοτόμες τεχνολογίες που συνδέοντε με πιστοποιήσεις για κλιματική και περιβαλλοντική διαχείρηση. Τότε μπορούμε να διακρίνουμε την δυναμική της κλιματικής και περιβαλλοντικής πολιτικής σε σχέση με την Τουρκία, την Αμερική, τις εμπορικές μας σχέσεις κτλ. Σε μία τέτοια προσέγγιση πολλές ευκαιρίες εμφανίζονται, όπως για παράδειγμα τα Ελληνικά νησιά σαν απομακρυσμένες περιοχές που έχουν και αυτές ενεργειακές ανάγκες, ο αειφόρος τουρισμός, η γεωργία, κτλ. Για παράδειγμα, πώς θα φάνταζε αυτή η τελευταία το 2030, με σχεδόν μηδενικά φυτοφάρμακα, και πλήρως βιολογική, με πολύ μικρότερη χρήση συνθετικών λιπασμάτων, στον συσχετισμό της Ελλάδας με τους γείτονες γενικότερα, με την Τουρκία, αλλά και με τους εταίρους στην ΕΕ, οι οποίοι προωθούν βιολογικά λιπάσματα, όπως η Ολλανδία;
Σε σχέση με τις ΑΠΕ, δεν έχει σημασία μόνο το πως παράγεται η ενέργεια, αλλά και το τι κάνεις με αυτή. Η Ελλάδα μπορεί να έχει θέση για την σχέση της με την παγκοσμιοποίηση, για τις συνέργειες μεταξύ γεωστρατηγικής, κλιματικής και περιβαντολλογικής διπλωματίας, αρκεί κάποιος να θέσει τις ερωτήσεις, να σκεφτεί, και να μεθοδεύσει πολιτική και κοινωνική συνοχή στις απαντήσεις, ώστε να ενδυναμώσει και την μακρόπνοη εφαρμογή των όποιων αποφάσεων. Όπως είδαμε με την Λιβύη, αν δεν είμαστε στο μενού, θα είμαστε πιθανόν στο πιάτο. Θα ήταν κρίμα να ακονίζουμε τα δόντια της εξωτερικής πολιτικής και να παραμελούμε εκείνα της κλιματικής/περιβαλλοντικής διπλωματίας. Ίσως ήρθε η ώρα να σκεφτούμε την κλιματική ουδετερότητα και την γεωστρατηγική προκατάληψη συνολικά.