Γιατί η ΕΚΤ επανέφερε το waiver για τα ελληνικά ομόλογα

Γράφει ο Γιάννης Κουτσομύτης

Με την ιστορική του απόφαση το Εκτελεστικό Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας αποφάσισε στις 18 Μαρτίου την εφαρμογή ενός προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης (QE) ύψους 750 δισεκατομμυρίων ευρώ, στοχευμένο πάνω στην αντιμετώπιση των επιπτώσεων στην οικονομίες της Ευρωζώνης από την πανδημία του κορωνοϊού. Στα πλαίσια αυτού του “κορωνο-QE”, η ΕΚΤ πήρε και μια απόφαση, η οποία ήταν θετική έκπληξη για την Ελλάδα. Επανέφερε την εξαίρεση των ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου από την προϋπόθεση της αξιολόγησης σε επενδυτική βαθμίδα από τους οίκους πιστοληπτικής αξιολόγησης.

Η εξαίρεση αυτή υπήρχε για όσο διάστημα η Ελλάδα βρισκόταν σε πρόγραμμα προσαρμογής από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας και έληξε όταν η χώρα ολοκλήρωσε με επιτυχία το τρίτο Μνημόνιο τον Αύγουστο του 2018. Τώρα η ΕΚΤ αποφάσισε να επαναφέρει την εξαίρεση χωρίς η χώρα να πληρεί την προϋπόθεση της επενδυτικής διαβάθμισης. Το ρεπορτάζ αναφέρει ότι για να προκύψει η κίνηση-έκπληξη της ΕΚΤ για την Ελλάδα προηγήθηκαν κρούσεις προς την Πρόεδρο της Κριστίν Λαγκάρντ από τον Πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη, όπως και μεθοδευμένες ενέργειες του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννη Στουρνάρα. Παρ’ όλα αυτά δεν είχε δημοσιευθεί το σκεπτικό βάσει του οποίου του Εκτελεστικό Συμβούλιο της ΕΚΤ έλαβε αυτήν τη σημαντική για την Ελλάδα απόφαση, καθώς η ανακοίνωση της Κεντρικής Τράπεζας της Ευρωζώνης ήταν πολύ λιτή ως προς αυτό το θέμα.

Χθες όμως δημοσιεύθηκαν στην Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης τα νομικά κείμενα που επισημοποιούν τις αποφάσεις της ΕΚΤ για το “κορωνο-QE” και εκεί η Κεντρική Τράπεζα της Ευρωζώνης εξηγεί αναλυτικά, και επίσημα, τους λόγους για τους οποίους έφτασε σε αυτήν την απόφαση και τα συμπεράσματα που προκύπτουν είναι ιδιαίτερα σημαντικά. Ιδού η συγκεκριμένη παράγραφος 7 της απόφασης 2020/440 της ΕΚΤ στην επίσημη μετάφραση στα ελληνικά:

Όσον αφορά την επιλεξιμότητα των εμπορεύσιμων χρεογράφων του Ελληνικού Δημοσίου για τους σκοπούς του προγράμματος ΡΕΡΡ το διοικητικό συμβούλιο αξιολόγησε: α) την ανάγκη συγκράτησης των πιέσεων τις οποίες συνεπάγεται η κλιμάκωση στην εξάπλωση της νόσου COVID-19 και οι οποίες επηρεάζουν σοβαρά τις ελληνικές χρηματοπιστωτικές αγορές˙ β) τις δεσμεύσεις τις οποίες έχει αναλάβει η Ελληνική Δημοκρατία στο πλαίσιο της ενισχυμένης εποπτείας και την παρακολούθηση της εφαρμογής της από τα θεσμικά όργανα της Ένωσης˙ γ) το γεγονός ότι τα μεσοπρόθεσμα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους της Ελληνικής Δημοκρατίας μέσω του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας συναρτώνται προς τη σταδιακή υλοποίηση των εν λόγω δεσμεύσεων˙ δ) την απευθείας πρόσβαση της ΕΚΤ σε πληροφορίες σχετικά με την οικονομική και χρηματοπιστωτική κατάσταση της Ελληνικής Δημοκρατίας συνεπεία της συμμετοχής της στο πλαίσιο ενισχυμένης εποπτείας˙ και ε) το γεγονός ότι η Ελληνική Δημοκρατία είχε ανακτήσει την πρόσβαση στις αγορές. Με βάση την αξιολόγηση αυτή το διοικητικό συμβούλιο αποφάσισε ότι τα εμπορεύσιμα χρεόγραφα έκδοσης του Ελληνικού Δημοσίου θα είναι αποδεκτά για αγορές στο πλαίσιο του προγράμματος ΡΕΡΡ.

Ενισχυμένη εποπτεία, δεσμεύσεις της Κυβέρνησης και πρόσβαση στις αγορές

Από το κείμενο της ΕΚΤ προκύπτουν τρια σημαντικά συμπεράσματα:

  • Το πρόγραμμα της μετα-μνημονιακής ενισχυμένης εποπτείας, στο οποίο βρίσκεται η Ελλάδα από τον Αύγουστο 2018 είναι εξαιρετικά σημαντικό για την εμπέδωση της εμπιστοσύνης ανάμεσα στην Ελλάδα και τους ευρωπαϊκούς θεσμούς. Είναι ιδιαίτερα χαρακτηριστική η αναφορά της ΕΚΤ, ότι έχει απευθείας πρόσβαση σε πληροφορίες για την οικονομική και χρηματοπιστωτική κατάσταση της Ελλάδας “συνεπεία” της συμμετοχής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας στο πλαίσιο της ενισχυμένης εποπτείας.
  • Οι δεσμεύσεις που ανέλαβε η Ελληνική Κυβέρνηση, ήδη από τον περασμένο Ιούλιο για την τήρηση των όρων της ενισχυμένης εποπτείας και η εξαιρετική συνεργασία που φαίνεται πως έχει με τους θεσμούς έχουν δημιουργήσει ένα ουσιαστικό κλίμα εμπιστοσύνης στην ΕΚΤ.
  • Η πρόσβαση που έχει πλέον αποκτήσει η Ελλάδα στις αγορές ομολόγων, με εκδόσεις πολυετούς διάρκειας ωρίμανσης και η επανάκτηση της εμπιστοσύνης των αγορών στη φερεγγυότητα της Ελλάδας, αποδεικνύονται παράγοντες μεγάλης σημασίας για την οικονομική σταθερότητα της χώρας.

Το γεγονός ότι η Ελλάδα θα συμμετάσχει στο νέο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης και η ΕΚΤ θα δαπανήσει ποσό περίπου 12 δισεκατομμυρίων ευρώ για την αγορά ελληνικών ομολόγων οφείλεται στους παραπάνω λόγους, χωρίς προφανώς να παραγνωρίζεται ο ρόλος που παίζουν οι προσωπικότητες του Γιάννη Στουρνάρα και του Κυριάκου Μητσοτάκη, οι οποίοι αντιμετωπίζονται πλέον από τους θεσμούς και τις ηγεσίες των χωρών της Ευρωζώνης ως παράγοντες σταθερότητας και φερεγγυότητας στα πλαίσια του Ευρωσυστήματος.