Η κατάρρευση της λίρας και τα δομικά προβλήματα της τουρκικής οικονομίας

Από το Kappa Newsdesk

Με ακόμη μια αιφνιδιαστική του κίνηση ο Πρόεδρος της Τουρκίας Ρετσέπ Ταγίπ Ερντογάν καθαίρεσε το βράδυ της Δευτέρας και τον Υποδιοικητή της Κεντρικής Τράπεζας της Τουρκίας (TCMB) Μουράτ Τσετίνκαγια και διόρισε στη θέση του τον μέχρι τώρα εκτελεστικό διευθυντή της Morgan Stanley Τουρκίας Μουσταφά Ντουμάν. Η κίνηση αυτή του Τούρκου ηγέτη καταρράκωσε ακόμη περισσότερο την εμπιστοσύνη της διεθνών επενδυτών στην αγορά της Τουρκίας και αποσταθεροποίησε ακόμη περισσότερο την λίρα, γκρεμίζοντας την ισοτιμία της έναντι του δολαρίου και του ευρώ σε ακόμη χαμηλότερα επίπεδα.

Το μεσημέρι της Τρίτης η ισοτιμία της λίρας έναντι του αμερικανικού δολαρίου έπεσε ακόμη και στις 8,46 λίρες, ενώ μόνο μετά από σημαντικές παρεμβάσεις της TCMB με αγορά λιρών έναντι δολαρίων από τα συναλλαγματικά διαθέσιμα, μπόρεσε να ανασχεθεί κάπως η κατρακύλα. Μετά από έντονες διακυμάνσεις κατά τη διάρκεια της ημέρας, η ισοτιμία έκλεισε τελικά στις 8,3360 λίρες.

Ο νέος διοικητής της TCMB Σαχάπ Καφτσίογλου προσπάθησε με συνέντευξή του να καθησυχάσει τους επενδυτές, λέγοντας πως η Κεντρική Τράπεζα θα τηρήσει “σφικτή νομισματική στάση” και “είναι εσφαλμένη η προκατάληψη των αγορών ότι η TCMB θα αποφασίσει μείωση των επιτοκίων τον Απρίλιο ή τους επόμενους μήνες”. Αργά τη νύχτα της Τρίτης δε, η TCMB ανακοίνωσε ότι το μεσημέρι της Πέμπτης θα πραγματοποιήσει δύο conference calls με επενδυτές και market makers για να εξηγηθεί αναλυτικά η νομισματική πολιτική της νέας διοίκησης.

Τα δομικά προβλήματα της τουρκικής οικονομίας

Οι αγορές πάντως δεν φαίνεται να πείθονται από τις εξαγγελίες του Καφτσίογλου, καθώς έχει απωλεσθεί σχεδόν κάθε εμπιστοσύνη ότι ο Ερντογάν θα εγκαταλείψει τις εθνικολαϊκιστικές του αντιλήψεις για την οικονομία, τα γνωστά πλέον “Erdoganomics”. Εκτός όμως από έλλειψη αξιοπιστίας στην νομισματική πολιτική, η τουρκική οικονομία φέρει και σοβαρά δομικά προβλήματα που σε συνδυασμό με την αλλοπρόσαλλη νομισματική πολιτική, την κατάρρευση της ισοτιμίας της λίρας και την απομείωση των συναλλαγματικών διαθεσίμων της χώρας μπορούν να οδηγήσουν σε μια συστημική κρίση.

Έχουν ενδιαφέρον όσα σημειώνει σε ανάλυσή της την Τρίτη η Alpha Bank με τίτλο “Η οικονομία της Τουρκίας σε νέα περιδίνηση”:

Η οικονομική μεγέθυνση,στη διετία 2019-2020, βασίστηκε κατά κύριο λόγο στην ενίσχυση της χρηματοδότησης του ιδιωτικού τομέα. Οι κρατικές τράπεζες, με πολιτική παρότρυνση, ξεκίνησαν από το δεύτερο εξάμηνο του 2019 την παροχή πιστώσεων για να αντιμετωπίσουν την οικονομική ύφεση που είχε προκαλέσει η συναλλαγματική κρίση του 2018. Ωστόσο, η πιστωτική επέκταση συνεχίστηκε σε υψηλό βαθμό και το 2020, λόγω των μέτρων στήριξης της εγχώριας ζήτησης από την πανδημική κρίση. Παρότι η τουριστική βιομηχανία επωφελήθηκε από την ανταγωνιστική ισοτιμία το 2019, συμβάλλοντας στη δημιουργία πλεονάσματος στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, η εξέλιξη αυτή δεν επαναλήφθηκε το 2020 και δεν αναμένεται να επαναληφθεί ούτε και το 2021, εξαιτίας του αντίκτυπου της πανδημίας στην τουριστική βιομηχανία. Σε πρώτη ανάγνωση, μια υποτίμηση του εθνικού νομίσματος προκαλεί αύξηση του κόστους των εισαγωγών και ενισχύει την ανταγωνιστικότητα των εξαγωγών, αλλά στην περίπτωση της τουρκικής οικονομίας το σχετικά μεγάλο μέγεθός της απαιτεί την ύπαρξη σημαντικών κεφαλαίων σε συνεχή βάση. Τα κεφάλαια αυτά μπορούν να προέλθουν από το εσωτερικό (μέσω αποταμιεύσεων) ή από το εξωτερικό (Άμεσες Ξένες Επενδύσεις-FDI). Ωστόσο, ο χαμηλός ρυθμός αποταμίευσης στην Τουρκία δημιουργεί σημαντικές ανισορροπίες και εξάρτηση από τις ξένες πηγές κεφαλαίου. Στο τέλος του 2019, το εξωτερικό χρέος της Τουρκίας ανερχόταν στο 56% του ΑΕΠ. Κατά συνέπεια, η υποτίμηση της τουρκικής λίρας επιβαρύνει το χρέος των επιχειρήσεων. Σύμφωνα με την TCMB, τον Ιανουάριο του 2021 το βραχυπρόθεσμο χρέος διαμορφωνόταν σε 140,3 δισ. δολάρια ΗΠΑ, εκ των οποίων τα 57 δισ. δολάρια αφορούσαν μη χρηματοπιστωτικές εταιρείες. Η υποτίμηση αυξάνει το χρέος του μη χρηματοοικονομικού τομέα, δεδομένου ότι το μεγαλύτερο μέρος των εσόδων αυτού είναι σε τουρκική λίρα. Αυτή είναι μια πρόκληση που ασκεί καθοδικές πιέσεις στην οικονομία και αυξάνει τις πιθανότητες για τη δημιουργία μη εξυπηρετούμενων δανείων. Επιπρόσθετα, οι ακαμψίες που καταγράφονται στην αγορά εργασίας λειτουργούν ανασταλτικά στη δημιουργία νέων θέσεων απασχόλησης, ενώ η χαμηλή παραγωγικότητα που σημειώνεται σε ορισμένους τομείς της οικονομίας συντηρεί τον υψηλό πληθωρισμό. Επιπλέον, δεν θα πρέπει να λησμονούμε ότι τα αυξημένα επίπεδα γεωπολιτικού κινδύνου σε διάφορα μέτωπα -η σχέση με τις ΗΠΑ και την ΕΕ, οι εντάσεις στην Ανατολική Μεσόγειο-θα μπορούσαν ανά πάσα στιγμή να αποτελέσουν επιταχυντές μιας νέας οικονομικής κρίσης.