Γράφει ο Γιώργος Μιχαηλίδης
Αν όλα πάνε καλά, το 2021 θα υπάρξει σημαντική οικονομική ανάκαμψη και από το 2022 ελπίζεται ότι θα τροφοδοτηθεί μια σταθερότερη ανάπτυξη, κυρίως χάρις στους πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης. Πέρα από πολιτικές αντιθέσεις ή ακαδημαϊκούς προβληματισμούς, ένα ζήτημα επιμένει.
Ανάκαμψη σε κλίμακα χώρας νοείται και χωρίς μέριμνα για τις δευτερογενείς συνέπειες που μπορούν να έχουν εμβληματικές επενδύσεις και οριζόντιες μεταρρυθμίσεις σε εκείνες τις περιοχές όπου δύσκολα μπορούν να αποδώσουν οι κλασικοί μηχανισμοί πρόκλησης απασχόλησης και εισοδήματος. Για τη μακροπρόθεσμη ανάπτυξη αυτό δεν είναι καθόλου σίγουρο και μια ματιά στο γράφημα μας προειδοποιεί:
• Σε 15 νομούς της χώρας το κατά κεφαλήν ΑΕΠ είναι σήμερα λιγότερο από το μισό του κατά κεφαλήν ΑΕΠ στην Αττική
• Σε 32 νομούς είναι χαμηλότερο από το 60% αυτού στην Αττική
• Σε 43 νομούς είναι χαμηλότερο από το 70%
• Σε 47 νομούς η κατάσταση επιδεινώθηκε στο χρονικό διάστημα 2000~2018
• Σε πολλούς νομούς η κατάσταση βελτιώθηκε στη διάρκεια της ύφεσης 2009~2014 (προφανώς η κρίση “χτύπησε” χειρότερα τις δραστηριότητες της Αττικής) αλλά σχεδόν σε όλους τους νομούς επιδεινώθηκε ακριβώς στις περιόδους της ισχυρής ανάπτυξης για τη χώρα και το ίδιο βλέπουμε και στη δειλή ανάκαμψη του 2014~2018.
Το Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (όπως και η Εκθεση Πισσαρίδη) είναι εξαιρετικά φειδωλό ως προς τη χωρική διάσταση της ανάπτυξης, προφανώς αναμένοντας υποστήριξη από το νέο ΕΣΠΑ. Τα στοιχεία όμως του γραφήματος δείχνουν ότι αυτό δεν είναι αρκετό (με ΜΟΠ και ΚΠΣ/ΕΣΠΑ εδώ και 35 χρόνια…) και ότι η μέθοδος “εθνική μεγέθυνση πρώτα – περιφερειακά αντισταθμίσματα μετά” έχει αποτύχει και υπό την κεϋνσιανή και υπό τη φιλελεύθερη εκδοχή της.
Μήπως πρέπει να ξαναδούμε το ζήτημα; Εξάλλου, οικονομική ανάπτυξη με το εισόδημα και την απασχόληση να επιδεινώνονται στο 90% της έκτασης της χώρας είναι μια σίγουρη συνταγή για κοινωνικές και (γιατί όχι) πολιτικές αναταράξεις.