Εκλογικό παζλ: Η κάθοδος της Τουρκίας στο παντελώς άγνωστο

Γράφει ο Γιαβούζ Μπαϊντάρ

Το περίπλοκο παζλ που ονομάζεται Τουρκία εισέρχεται πλέον σε μια φάση φόβου, οργής και απέχθειας, και μεταξύ της τουρκικής ελίτ, σε μια φάση ευσεβών πόθων.

Με τις εκλογές φαινομενικά καθορισμένες για τα τέλη της άνοιξης του επόμενου έτους (εκτός και αν απροσδόκητες, έκτακτες περιστάσεις οδηγήσουν σε πρόωρη προσφυγή στις κάλπες) η χώρα, της οποίας οι ανώμαλες περιπέτειες αφήνουν τους γείτονές της —όπως και τους συμμάχους της— με κομμένη την ανάσα, δείχνει όλων των ειδών τα σημάδια μιας συστημικής κρίσης. Η κατάσταση είναι βέβαιο ότι κάποια στιγμή θα γίνει αφόρητη, οδηγώντας αναπόφευκτα σε μια εσωτερική σύγκρουση. Το αν αυτή η σύγκρουση θα είναι ειρηνική ή όχι, είναι θέμα εκτίμησης του καθενός. Κανείς δεν έχει ιδέα τι περιμένει την Τουρκία κατά τη διάρκεια των επομένων περίπου 10 μηνών — και μετά.

Ο κύριος λόγος για αυτό το τεράστιο σύνολο αβεβαιοτήτων είναι, πρωτίστως, η επιτυχία του Προέδρου Ρετσέπ Ταγίπ Ερντογάν να δημιουργήσει μια χώρα κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσίν του. Το μυαλό του ήταν πάντα χαοτικό, δαιδαλώδες. Εξαιρετικά ασταθής και “ολισθηρός” στις ενέργειές του, ο Ερντογάν έχει προβάλει μια αίσθηση απρόβλεπτου σε ολόκληρη την κοινωνία και μια νοοτροπία που ευδοκιμεί μέσα σε αυτήν. Όσο βαθύτερη είναι η κρίση που μπορεί να έχει προκαλέσει, τόσο πιο αποφασιστική εμφανίζεται η ορμή του για επιβίωση.

Τα τελευταία τρία χρόνια, η Τουρκία γνώρισε μια σταθερή κάθοδο σε μια σκοτεινή άβυσσο. Η απουσία κράτους δικαίου και η κατάρρευση των ελέγχων και ισορροπιών, που συνοδεύεται από την αποθεσμοποίηση του κράτους και τον μαζικό μετασχηματισμό της γραφειοκρατίας με τον διορισμό κομματικών και ανειδίκευτων στελεχών, έχει προκαλέσει ένα τσουνάμι διαφθοράς και σφαλμάτων, και σε κεντρικό και σε τοπικό επίπεδο.

Αυτό το μοτίβο συνοδεύτηκε από έμπρακτη μετατροπή της Τουρκίας σε μια χώρα που κυβερνάται από τις στρατηγικές έννοιες της “ασφάλειας και του μιλιταρισμού”. Εδώ και καιρό, οι επικριτές της Κυβέρνησης Ερντογάν χρησιμοποιούν τον όρο “αστυνομικό κράτος”, αλλά πρόσφατα, μετά από μια σειρά αποκαλύψεων από το φυγόδικο αφεντικό της μαφίας Σεντάτ Πεκέρ, και αναφορές που “έσταξαν” από κάποια πολύ μικρά, δυσαρεστημένα μέρη του βαθέος κράτους, ο όρος “κράτος μαφίας” έχει δέσει στην περιγραφή αυτής της τελευταίας φάσης. Ίσως, θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει, ότι είναι ένας συνδυασμός και των δύο.

Οι επερχόμενες εκλογές είναι μέρος ενός πολύπλοκου παζλ. Μια βεβαιότητα είναι ότι, όπως πάντα, η χώρα αναπόφευκτα θα συρθεί σε αυτές κάτω από πολύ ταραγμένες συνθήκες. Έχοντας υπάρξει εξαιρετικά πεισματάρης (στις οιονεί “οικονομικές θεωρίες” του), αμείλικτος (στην στόχευση της αντιπολίτευσης και των αντιφρονούντων), και περιτριγυρισμένος από άπληστους επιχειρηματικούς κύκλους (από όλες τις πλευρές του κοινωνικού φάσματος, όχι μόνο από ισλαμιστές), πειθήνιους γραφειοκράτες και τον όχλο, ο Ερντογάν έχει πλήρη επίγνωση του διακυβεύματος καθώς πλησιάζουν οι εκλογές: Η τεράστια κλίμακα της κατάχρησης εξουσίας καθιστά την ψήφο ένα θανατηφόρο παιχνίδι επιβίωσης: Απλώς δεν έχει την πολυτέλεια να χάσει.

Από την άλλη, όσο αντιφατικό κι αν φαίνεται, έχει ένα όραμα για το 2023. Είναι αποφασισμένος να στέψει την κυριαρχία του ως ο απόλυτος νικητής, καθώς η Τουρκία θα γιορτάζει τα εκατό χρόνια της. Έχοντας φτάσει ως εδώ, ο Ερντογάν θα κάνει ό,τι μπορεί για να γυρίσει τις σελίδες που έγραψε  ιδρυτής του έθνους, Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ. Εάν κερδίσει τις εκλογές, θα πρέπει να θεωρεί κανείς δεδομένο ότι η Τουρκία θα έχει περάσει ένα ιστορικό κατώφλι, ένα σημείο χωρίς επιστροφή.

Με τον τερματισμό της δυτικής της πορείας, θα δούμε όλοι την εμφάνιση μιας τουρκικής δημοκρατίας της Κεντρικής Ασίας, με περισσότερα συστατικά πολιτικού Ισλάμ από αυτά που ήδη υπάρχουν, αλλά κατά τα άλλα πανομοιότυπα στη δομή της: Μια δυναστεία που διαμορφώνεται με μια νεκρή πιστή διοίκηση, και μια παραλυμένη κοινωνία, οδηγούμενη από φόβο και ωθημένη σε μια ενιαία ταυτότητα.

Η αντιπολίτευση φαίνεται είτε ανεπίγνωστη είτε αδιάφορη. Η τρέχουσα πολιτική τάση είναι η υιοθέτηση της κομφορμιστικής αντίληψης ότι “η οικονομική κρίση θα πιάσει πάτο τόσο άσχημα που ο Ερντογάν και οι άνθρωποί του θα πέσουν από μόνοι τους”. Το πιο ανησυχητικό μέρος, όπως φαίνεται εξ αποστάσεως, είναι ότι αυτή η αδρανής, μοιρολατρική προσέγγιση ενσαρκώνει τις πολιτικές του μπλοκ της αξιωματικής αντιπολίτευσης, υπό την ηγεσία του ρεπουμπλικανικού-κοσμικού κόμματος, του CHP.

Μέχρι στιγμής, οι εκλογικές προετοιμασίες της εξακομματικής αντιπολίτευσης μοιάζουν με μια χαλαρά συνδεδεμένη “λέσχη συζήτησεων”. Μετά από μήνες “διαβουλεύσεων”, το μπλοκ δεν έχει ακόμη βρει έναν υποψήφιο για να αμφισβητήσει τον Ερντογάν στις προεδρικές εκλογές. Αντίθετα, οι ηγέτες τους είναι απασχολημένοι με το σχεδιασμό αυτού που αποκαλούν “ενδυναμωμένο κοινοβουλευτικό σύστημα”, για το οποίο οι απογοητευμένοι ψηφοφόροι δεν φαίνεται να έχουν ούτε ενδιαφέρον ούτε κατανόηση.

Οι αξιόπιστοι δημοσκόποι (δεν υπάρχουν βέβαια και πολλοί τέτοιοι) συνεχίζουν να επιμένουν ότι, δεδομένης της πατριαρχικής κουλτούρας της Τουρκίας, η αντιπολίτευση θα πρέπει να σπεύσει να παρουσιάσει έναν ισχυρό διεκδικητή. Χωρίς όμως αποτέλεσμα. Ο χρόνος τρέχει καθώς ο Ερντογάν, ο οποίος γνωρίζει τη σοβαρότητα του διακυβεύματος αυτή τη φορά, κλιμακώνει τις προετοιμασίες του για μια ακόμη νίκη. Στο πλευρό του βρίσκεται ολόκληρος ο κρατικός μηχανισμός: Τόσο οι Υπουργοί Δικαιοσύνης όσο και Εσωτερικών είναι “οι άντρες του” και θα είναι βασικά πρόσωπα για τη διεξαγωγή και το αποτέλεσμα των εκλογών. Το ίδιο και η Ανώτατη Εκλογική Επιτροπή και οι αλγόριθμοι καταμέτρησης ψήφων. Και, περιττό να πούμε, υπάρχουν υποστηρικτές του, πολλοί από τους οποίους οπλισμένοι μέχρι τα δόντια, έτοιμοι να δράσουν όποτε το ζητήσει το “αφεντικό”.

Το μπλοκ της αντιπολίτευσης “παρηγορείται” ακόμη περισσότερο από μια τεράστια πλημμύρα υποτιθέμενων δημοσκοπήσεων, που σχεδόν όλες στερούνται διαφάνεια και αξιοπιστία. Ο αυξανόμενος αριθμός αυτών των ερευνών χρησιμοποιούνται πλέον ως φθηνά εργαλεία χειραγώγησης του εκλογικού κοινού. Η τοξική ατμόσφαιρα δημιουργεί μια αμφισβητήσιμη εικόνα ότι “όλα είναι έτοιμα για μια τεράστια νίκη της αντιπολίτευσης”, όλα θεωρούνται τετελεσμένα.

Αλλά η πραγματικότητα απέχει πολύ από το να είναι ξεκάθαρη. Οι αναποφάσιστοι εξακολουθούν να είναι σχεδόν το 20 τοις εκατό των ψηφοφόρων. Το μπλοκ της αντιπολίτευσης τηρεί αποστάσεις από το φιλοκουρδικό HDP, το δεύτερο μεγαλύτερο κόμμα της αντιπολίτευσης στις εκλογές του 2018, και φαίνεται να παρηγορείται ότι “στο τέλος της ημέρας οι ψηφοφόροι του κόμματος θα μας ψηφίσουν ούτως ή άλλως” στις προεδρικές εκλογές. Το HDP, ωστόσο, φαίνεται αποφασισμένο να αρνηθεί την υποστήριξή του έως ότου λάβει εγγυήσεις για τα δικαιώματα των Κούρδων.

Η πολιτική στάση του αντιπολιτευόμενου μπλοκ δεν σημαίνει ούτε διαυγές μέλλον. Υποστηρίζει την επιθετική εξωτερική πολιτική του Ερντογάν. Όχι μόνο για το κουρδικό, αλλά τόσο στην οικονομία, όσο και στο εκρηκτικό προσφυγικό ζήτημα από τη Συρία, δεν φαίνεται να υπάρχει ενότητα απόψεων. Το CHP υποστηρίζει σθεναρά την επιστροφή των προσφύγων στη Συρία και την έναρξη διαλόγου με τον Άσαντ, ενώ ο Άχμετ Νταβούτογλου, ηγέτης του Κόμματος του Μέλλοντος (GP), ο οποίος ήταν κάποτε Υπουργός Εξωτερικών του Ερντογάν και ο κύριος αρχιτέκτονας της πολιτικής “αλλαγής καθεστώτος με τη βοήθεια των τζιχαντιστών” στη Συρία, υποστηρίζει την ακριβώς αντίθετη άποψη.

Σε αυτό το σκηνικό, ορισμένοι ευελπιστούντες ισχυρίζονται σήμερα ότι οι Τούρκοι ψηφοφόροι, μέσω της κάλπης, θα δώσουν το παράδειγμα στον κόσμο ότι “είναι εφικτό να εκδιώξεις από την εξουσία έναν αυταρχικό ηγέτη”. Αυτό μπορεί να αποδειχθεί απλώς μια περίπτωση ευσεβούς πόθου. Η ελπίδα για δημοκρατική αλλαγή είναι ένα πράγμα, η υποτίμηση των δεξιοτήτων ενός πολιτικού ζώου είναι κάτι άλλο.

Ναι, η Τουρκία οδεύει προς μια εξαιρετικά ευαίσθητη περίοδο.

*Ο Γιαβούζ Μπαϊντάρ είναι δημοσιογράφος, συγγραφέας και διευθυντής του τουρκικού ενημερωτικού ιστότοπου Ahval. Το παρόν άρθρο δημοσιεύθηκε αρχικά στο Ahval News.