Το ελληνοτουρκικό ραντεβού στο Βίλνιους

Γράφει ο Γιάννης Κουτσομύτης

Εξήντα λεπτά αναμένεται να διαρκέσει η συνάντηση ανάμεσα στον Κυριάκο Μητσοτάκη και τον Ρετσέπ Ταγίπ Ερντογάν το πρωί της Τετάρτης στην πρωτεύουσα της Λιθουανίας. Πρόκειται για την πρώτη κατ’ ιδίαν συνάντηση των ηγετών Ελλάδας και Τουρκίας μετά τους καταστροφικούς σεισμούς του Φεβρουαρίου και την ολική αναστροφή του κλίματος ανάμεσα στις δύο χώρες. Τίποτε πλέον δεν θυμίζει την τοξικότητα του δεύτερου εξαμήνου του 2022, όταν η Τουρκία ανέτρεψε το καλό κλίμα της συνάντησης της Κωνσταντινούπολης με σωρεία παραβιάσεων και υπερπτήσεων στο Αιγαίο και ο Τούρκος Πρόεδρος χρησιμοποιούσε υβριστικούς χαρακτηρισμούς κατά του Έλληνα Πρωθυπουργού με αφορμή ή με πρόφαση την ομιλία του Κυριάκου Μητσοτάκη στο αμερικανικό Κογκρέσο.

Η βοήθεια που προσφέρε η Ελλάδα εντός ολίγων ωρών μετά τους σεισμούς υπήρξε η αφορμή περισσότερο, και λιγότερο η αιτία για τη δημιουργία θετικού κλίματος στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Ο Ερντογάν είχε απόλυτη ανάγκη να κλείσει μέτωπα στην ριψοκίνδυνη εξωτερική του πολιτική, ενόσω πάλευε για την επανεκλογή του και έψαχνε αγωνιωδώς για μια ολική κυβίστηση στη αλλοπρόσαλλη νομισματική και οικονομική του πολιτική. Και όντως, για πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια μηδενίστηκαν σχεδόν οι τουρκικές παραβιάσεις και παραβάσεις στο Αιγαίο, ενώ αποκαταστάθηκε η απευθείας επικοινωνία μεταξύ των δύο κυβερνήσεων. Μετά από πέντε μήνες νηνεμίας και τέσσερεις καθοριστικές εκλογικές αναμετρήσεις στις δύο χώρες, το τοπίο πλέον είναι ανοικτό για να δοκιμαστεί το επόμενο βήμα στις ελληνοτουρκικές σχέσεις.

Το θετικό κλίμα όμως δεν είναι αρκετό για να εξαφανίσει τις πολύ βαθιές διαφορές που υφίστανται ανάμεσα σε Αθήνα και Άγκυρα για το καθεστώς του Αιγαίου, την Ανατολική Μεσόγειο, τη μουσουλμανική μειονότητα στη Θράκη, και προφανώς το Κυπριακό. Αυτό όμως που μπορεί να φανεί στη Σύνοδο του NATO στο Βίλνιους είναι εάν υπάρχει η πολιτική βούληση για ουσιαστικές συνομιλίες και εν τέλει διαπραγματεύσεις. Το “παράθυρο ευκαιρίας” στο οποίο αναφέρεται η ελληνική πλευρά φαίνεται πως μπορεί και να είναι πραγματικό. Σε αυτό το πλαίσιο, είναι και λογικό και επιθυμητό να διερευνηθεί από την ελληνική κυβέρνηση εάν ο Πρόεδρος Ερντογάν έχει πραγματικά τη βούληση να αλλάξει σελίδα στην τουρκική εξωτερική πολιτική και εντάξει τη χώρα του στη μεγάλη κοινότητα της διεθνούς νομιμότητας και του σεβασμού των διεθνών συνθηκών και κανόνων.

Σε αυτήν όμως την ελληνοτουρκική συζήτηση και εν τέλει διαπραγμάτευση θα πρέπει να είναι σαφές προς όλες τις πλευρές ότι η πλευρά που πρέπει να διανύσει τη μεγαλύτερη απόσταση προς ένα δίκαιο και βιώσιμο συμβιβασμό είναι η Τουρκία. Απλά διότι θα πρέπει να εγκαταλήψει ολόκληρο το δόγμα του αναθεωρητισμού και του εξαιρετισμού και να αποδεχθεί στο πλαίσιο της απο κοινού σύνταξης ενός συνυποσχετικού προς το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, ότι δεν υπάρχουν γκρίζες ζώνες στο Αιγαίο, ότι τα νησιά, οι νησίδες και οι βραχονησίδες του Αιγαίου που λόγω συντομίας δεν αναφέρονται ονομαστικά στις Συνθήκες της Λοζάνης και των Παρισίων ανήκουν κυριαρχικά στην Ελλάδα, και πως η οριοθέτηση της αιγιαλίτιδας ζώνης και της υφαλοκρηπίδας δεν θα γίνει με βάση την αρχή της ευθυδικίας αλλά με βάση την αρχή της μέσης γραμμής.

Εάν όντως η Τουρκία δείξει ότι είναι έτοιμη να κάνει αυτή την κοσμογονική ανατροπή της πολιτικής της απέναντι στην Ελλάδα, τότε η ελληνική κυβέρνηση σαφώς και θα πρέπει να ανταποκριθεί για να μην χαθεί μια πραγματικά ιστορική ευκαιρία. Μέχρι όμως να φανούν οι πραγματικές προθέσεις του Τούρκου Προέδρου, η ελληνική πλευρά είναι αναγκασμένη να είναι μεν επισπεύδουσα αλλά ταυτόχρονα και επιφυλακτική. Παράλληλα όμως μπορούν κάλλιστα να συμφωνηθούν τα Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης για το Αιγαίο, με ταυτόχρονη αναβίωση και τήρηση του Μνημονίου Παπούλια-Γιλμάζ, όπως και η επανέναρξη των διερευνητικών επαφών.

Όλα αυτά όμως θα πρέπει να ειδωθούν και στο πλαίσιο των παράλληλων εξελίξεων στο NATO, την ευρύτερη περιοχή και την Κύπρο. Το αίτημα πχ της Άγκυρας για νομική μετονομασία των Στενών των Δαρδανελίων και του Βοσπόρου σε “Τουρκικά Στενά” υπονομεύει το πνεύμα της Συνθήκης του Μοντρέ, της οποίας συμβαλλόμενη είναι και η Ελλάδα. Στο τελικό κείμενο της Συνθήκης επιλέχθηκε συνειδητά ο ουδέτερος όρος “Στενά” για να καταγραφεί με σαφήνεια ότι για τις συγκεκριμένες θαλάσσιες διόδους υφίσταται ένα ειδικό διεθνές καθεστώς και δεν είναι απλά ένα μέρος της τουρκικής επικράτειας και κυριαρχίας. Μετά από 90 σχεδόν χρόνια η Άγκυρα προσπαθεί να αναθεωρήσει το status quo των Στενών, εκμεταλλευόμενη τη γεωπολιτική της θέση ως προς τον πόλεμο στην Ουκρανία και τη συμφωνία για τα σιτηρά.

Το παρόν άρθρο δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στο iefimerida.gr.