Κρίσιμες εκλογές στην Ταϊβάν, εν μέσω αυξημένης παγκόσμιας αστάθειας

Γράφει ο Πλάμεν Τόντσεφ*

Στις 13 Ιανουαρίου στην Δημοκρατία της Κίνας, όπως είναι το επίσημο όνομα της Ταϊβάν, θα διεξαχθούν πολύ σημαντικές προεδρικές και κοινοβουλευτικές εκλογές. Η οντότητα αυτή, η οποία δεν έχει στάτους διεθνώς αναγωρισμένου κράτους, δημιουργήθηκε από το εθνικιστικό κόμμα Κουομιντάνγκ του Τσιαγνκ Κάι-σεκ μετά το τέλος του εμφυλίου πολέμου στην ηπειρωτική Κίνα. Το 1949, ο στρατός του Μάο Τζε-Τουνγκ στην νεοϊδρυθείσα Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας (ΛΔΚ) δεν είχε το πολεμικό ναυτικό, για να κάνει απόβαση στην Ταϊβάν, αλλά έκτοτε το Πεκίνο σταθερά διεκδικεί την αυτόνομη νήσο ως αναπόσπαστο μέρος της κινεζικής επικράτειας.

Η σπαζοκεφαλιά αυτή περιπλέκεται από την θέση των ΗΠΑ και της Δύσης γενικότερα. Παρά την αναγνώριση της κομμουνιστικής Κίνας από την Ουάσινγκτον το 1979, παραμένει σε ισχύ η μεταπολεμική αμερικανική στρατηγική αμφισημίας ως δόγμα διπλής ανάσχεσης. Μ’αυτόν τον τρόπο οι ΗΠΑ και οι δυτικοί εταίροι τους επιδιώκουν να αποτρέψουν την βίαιη προσάρτηση της Ταϊβάν από την Κίνα, αλλά ταυτόχρονα να αποθαρρύνουν και την Ταϊπέι από την ανακήρυξη ανεξαρτησίας.

Η στρατηγική σημασία της Ταϊβάν

Η Ταϊβάν έχει πολύ μεγάλη σημασία διεθνώς για τουλάχιστον τρεις λόγους. Κατ’αρχάς, είναι παγκόσμιος πρωτοπόρος στην κατασκευή ημιαγωγών τελευταίας γενιάς, με προεξάρχουσα την εταιρεία Taiwan Semiconductor Manufacturing Company (TSMC) που παράγει μικροτσίπ τριών νανομέτρων και σχεδιάζει να κατέβει προσεχώς στα δύο νανόμετρα. Πρόκειται για υψηλές τεχνολογίες, από τις οποίες είναι εξαρτημένες όλες οι προηγμένες οικονομίες. Διατυπώνονται πολλές προβλέψεις για τις επιπτώσεις στην παγκόσμια οικονομία που θα είχε μια σύρραξη γύρω από την Ταϊβάν, π.χ. με συνολικό κόστος έως και 10 τρισ. δολαρίων. Αν και είναι δύσκολο να επιβεβαιωθεί η ακρίβεια των σχετικών εκτιμήσεων, οι περισσότεροι αναλυτές συγκλίνουν στην άποψη ότι το ενδεχόμενο αυτό θα προκαλούσε πολύ μεγαλύτερη κρίση απ’ό,τι ο πόλεμος στην Ουκρανία. Στις δραματικές γεωοικονομικές συνέπειες συγκαταλέγονται η αναστολή της κατασκευής ημιαγωγών στην Ταϊβάν, η απομόνωση της Κίνας από τις διεθνείς αγορές, η διατάραξη των παγκόσμιων εφοδιαστικών αλυσίδων, πιθανή ύφεση σε πολλές χώρες, κ.λπ.

Δεύτερον, η Ταϊβάν αποτελεί κρίκο της – υπό αμερικανικό έλεγχο – πρώτης νησιωτικής αλυσίδας που εκτείνεται από την Ιαπωνία έως την Ινδονησία και εμποδίζει την προβολή στρατιωτικής ισχύος από την ΛΔΚ στον Ειρηνικό Ωκεανό. Η αλυσίδα αυτή ήταν πάντοτε, ήδη από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ένα ανάχωμα των ΗΠΑ έναντι της σινο-σοβιετικής απειλής επί Ψυχρού Πολέμου και του σινο-ρωσικού διδύμου σήμερα. Υπενθυμίζεται ότι οι ΗΠΑ έχουν στρατιωτική παρουσία τόσο στην Ιαπωνία, όσο και στην Νότια Κορέα, ενώ πρόσφατα απέκτησαν τέσσερις βάσεις στις Φιλιππίνες και υπέγραψαν συμφωνία αμυντικής συνεργασίας με την Ινδονησία. Γι’αυτούς τους λόγους η επιβολή του Πεκίνου επί της Ταϊπέι θα διασπούσε τον κλοιό γύρω από την Κίνα και θα αποτελούσε σοβαρή αμφισβήτηση της αμερικανικής ηγεμονίας στον Ινδο-Ειρηνικό.

Τρίτον, ο στόχος της ενοποίησης της Ταϊβάν με την ΛΔΚ είναι ακρογωνιαίος λίθος του αφηγήματος του Σι Τζινπίνγκ για την “αναγέννηση του κινεζικού έθνους”. Για το Πεκίνο η απορρόφηση της Ταϊβάν είναι η φυσική συνέχεια της διαδικασίας εθνικής ολοκλήρωσης που ξεκίνησε με την επιστροφή του Χονγκ Κονγκ το 1997 και του Μακάο το 1999 στον κορμό της “μητέρας πατρίδας”. Ταυτόχρονα, το μη εκλεγμένο Κομμουνιστικό Κόμμα χρειάζεται πολιτική νομιμοποίηση στα μάτια των Κινέζων πολιτών. Μέχρι πρότινος, το κυρίαρχο αφήγημα ήταν η ραγδαία οικονομική ανάπτυξη της χώρας και η άνοδος του βιοτικού επιπέδου του πληθυσμού. Τώρα, όμως, που η κινεζική οικονομία αντιμετωπίζει σοβαρά και πρωτοφανή προβλήματα, η ρητορεία του κομμουνιστικής ηγεσίας έχει καταστεί πολύ πιο πατριωτική-εθνικιστική και η Ταϊβάν αποτελεί κεντρικό μέρος αυτού του νέου αφηγήματος.

Στον δρόμο προς τις κάλπες της 13ης Ιανουαρίου

Την θέση του προέδρου της Ταϊβάν διεκδικούν οι υποψήφιοι τριών κομμάτων: ο νυν αντιπρόεδρος Λάι Τσινγκ-τε του Δημοκρατικού Προοδευτικού Κόμματος (ΔΠΚ), ο Χου Γιου-ιχ του Κουομιντάνγκ (KMT) και ο Κο Γουέν-τζε του Λαϊκού Κόμματος της Ταϊβάν (ΛΚΤ).

Ο Λάι τονίζει την επιλογή μεταξύ του δημοκρατικού πολιτεύματος της Ταϊβάν και του αυταρχισμού του Κομμουνιστικού Κόμματος της Κίνας. Ταυτόχρονα, όμως, αποφεύγει επιμελώς να μιλήσει για “ανεξαρτησία”, υιοθετώντας την επιχειρηματολογία της απερχόμενης προέδρου Τσαι Ινγκ-γουέν. Το δόγμα Τσάι βασίζεται στον ισχυρισμό ότι δεν χρειάζεται η Ταϊβάν να ανακηρύξει την ανεξαρτησία της, αφού de facto είναι ήδη ανεξάρτητη. Πρόκειται για προφανή λεκτική ακροβασία, με στόχο να διατηρηθεί η υφιστάμενη κατάσταση πραγμάτων (status quo), χωρίς να προκληθεί το Πεκίνο.

Oι δύο υποψήφιοι της αντιπολίτευσης κατηγορούν το ΔΠΚ για εμπρηστική στάση που μπορεί να οδηγήσει σε πολεμική σύρραξη με την ΛΔΚ λόγω της απόρριψης της επίσημης πολιτικής του Πεκίνου περί ενός και μοναδικού κινεζικού εθνους. Ο Χου του KMT σχοινοβατεί ανάμεσα στην επιδίωξη για πιο στενές σχέσεις με την ηπειρωτική Κίνα και την προσπάθεια η θέση του αυτή να μην τον αποξενώσει από μεγάλα τμήματα της ταϊβανέζικης κοινωνίας. Ο Κο του ΛΚΤ ελίσσεται ανάμεσα στα δύο κύρια στρατόπεδα διατυπώνοντας αρκετά ασαφείς και αντιφατικές προτάσεις, αν και κατ’ουσίαν τοποθετείται πλησιέστερα στο ΚΜΤ.

Οι τελευταίες δημοσκοπήσεις δημοσιεύθηκαν στις 2 Ιανουαρίου 2024, πριν από την επιβολή υποχρεωτικής δεκαήμερης περιόδου “σιωπής”. Το δίδυμο του ΔΠΚ διατηρούσε πολύ μικρό προβάδισμα έναντι των αντιπάλων του ΚΜΤ και ουδείς μπορεί να προβλέψει με βεβαιότητα το τελικό αποτέλεσμα.

Ταυτόχρονια, ενώ η προσοχή της διεθνούς κοινότητας δικαιολογημένα είναι στραμμένη κυρίως στην αναμέτρηση για τον προεδρικό θώκο, έχουν την σημασία τους και οι κοινοβουλευτικές εκλογές. Για πρώτη φορά στην ιστορία της Ταϊβάν στην κούρσα συμμετέχει κι ένα ισχυρό τρίτο κόμμα, κάτι που πιθανώς θα οδηγήσει σε κατακερματισμό της Βουλής (Legislative Yuan) των 113 εδρών και μετακινούμενες πλειοψηφίες κατά την παραγωγή του νομοθετικού έργου. Υπ’αυτήν την έννοια, αναμένεται το ΛΚΤ να βρεθεί στην θέση του ρυθμιστή (kingmaker) των εξελίξεων την επόμενη τετραετία.

Οι διαχωριστικές γραμμές

Το κεντρικό ερώτημα στις εκλογές παραδοσιακά έχει να κάνει με τις σχέσεις που πρέπει να σφυρηλατήσει η Ταϊπέι με το Πεκίνο, ώστε να διατηρηθεί η αυτονομία της Ταϊβάν χωρίς αυτό να οδηγήσει σε πολεμική σύρραξη. Σημειωτέον, παρά τις διαφορετικές προσεγγίσεις και αντεγκλήσεις, όλες οι πολιτικές δυνάμεις απορρίπτουν την ενοποίηση με την ηπειρωτική Κίνα – επισήμως τουλάχιστον. Κατά το τηλεοπτικό debate στις 30 Δεκεμβρίου 2023, οι τρεις υποψήφιοι τάχθηκαν με τον έναν ή τον άλλον τρόπο υπέρ της διατήρησης του σημερινού status quo. Σε πολλές αναλύσεις επισημαίνεται ότι το αντίθετο θα αποτελούσε πολιτική αυτοκτονία για οποιοδήποτε κόμμα στην αυτοδιοικούμενη νήσο.

Αυτό σχετίζεται κυρίως με το ζήτημα της ταυτότητας και του αυτοπροσδιορισμού των κατοίκων της Ταϊβάν. Εδώ και μια τριακονταετία περίπου συντελούνται βαθιές αλλαγές στην ταϊβανέζικη κοινωνία, με αποτέλεσμα να διευρύνεται συνεχώς το ψυχικό χάσμα ανάμεσα στην Ταϊβάν και την κομμουνιστική Κίνα. Πρόσφατη κοινωνιολογική έρευνα δείχνει ότι μόλις το 2,5% των κατοίκων της αυτοδιοικούμενης νήσου αυτοπροσδιορίζονται ως Κινέζοι, 30,5% ως Κινέζοι και Ταϊβανέζοι συγχρόνως, ενώ η μεγάλη πλειοψηφία των ερωτηθέντων – κατά 63% – δηλώνει ως μοναδική ταυτότητα την ταϊβανέζικη. Σύμφωνα με τα ευρήματα αυτής της έρευνας, μόλις 1,6% επιθυμεί την ενοποίηση με την ηπειρωτική Κίνα.

Είναι προφανές ότι, προϊόντος του χρόνου, εμπεδώνεται η σταδιακή διαμόρφωση μιας διακριτής ταυτότητας της Ταϊβάν, διαφορετικής από την κινεζική. Το μερίδιο των πολιτών που επιλέγουν αποκλειστικά την “ταϊβανέζικη” ταυτότητα έχει περίπου τριπλασιαστεί από το 1996 μέχρι τις φετινές εκλογές. Αυτή η τάση προκαλεί μεγάλο πονοκέφαλο στις αρχές της ΛΔΚ, οι οποίες αντιλαμβάνονται ότι ο χρόνος δεν λειτουργεί υπέρ τους και η ειρηνική “επανένωση” καθίσταται ολοένα και δυσχερέστερη.

Άλλες διαχωριστικές γραμμές σχετίζονται με καθαρά εσωτερικά ζητήματα της Ταϊβάν. Τους πολίτες απασχολούν θέματα χρηστής διοίκησης και διαφάνειας, κατηγορίες για διαφθορά του ΔΠΚ μετά από οκτώ χρόνια στην εξουσία, οι οικονομικές προοπτικές και το βιοτικό επίπεδο του πληθυσμού, κ.λπ. Σημειώνονται έντονες αντιπαραθέσεις για τον υψηλό πληθωρισμό, την στασιμότητα των μισθών, το υψηλό κόστος ενοικίασης και αγοράς ακινήτων που δυσκολεύει την νεολαία να αποκτήσει πρόσβαση σε στέγαση, την περιβαλλοντική επιβάρυνση και τις επιπτώσεις της κλιματικής κρίσης, την ενεργειακή ασφάλεια της νήσου (π.χ. το μέλλον των τεσσάρων πυρηνικών αντιδραστήρων), κ.λπ. Αυτά τα ζητήματα εξηγούν την άνοδο του Λαϊκού Κόμματος της Ταϊβάν, ως εκφραστή μια νέας ατζέντας διαφορετικής από τον παραδοσιακό διπολισμό μεταξύ του ΚΜΤ και του ΔΠΚ. Κι αυτή η νέα ατζέντα εξηγεί γιατί για πρώτη φορά τις τελευταίες τρεις δεκαετίες το θέμα της Κίνας είναι σχετικά υποβαθμισμένο στην προεκλογική δημόσια συζήτηση.

Πιθανές αντιδράσεις αναλόγως του εκλογικού αποτελέσματος

Το Πεκίνο έχει αποκαλέσει τον Λάι “αποσχιστή” και “πολεμοχαρή”, ενώ δεν κρύβει την προτίμησή του για τον υποψήφιο του KMT και έχει επιδοθεί σε μεγάλης κλίμακας καμπάνια παραπληροφόρησης και εκφοβισμού, με κύριο στόχο το ΔΠΚ. Οι κινεζικές αρχές και τα πειθήνια ΜΜΕ τους απειλούν απροκάλυπτα ότι η “διαπλοκή του ΔΠΚ με ξένες δυνάμεις”, βλ. ΗΠΑ, θα οδηγήσει την Ταϊβάν στον όλεθρο. Σε περίπτωση νίκης του Λάι θεωρείται βέβαιη η αύξηση της κινεζικής στρατιωτικής παρουσίας γύρω από την Ταϊβάν. Δεν αποκλείεται να ξαναδούμε αεροναυτικό αποκλεισμό της νήσου, όπως συνέβη τον Αύγουστο του 2022, μετά την επίσκεψη της Νάνσι Πελόζι στην Ταϊπέι. Πιθανότατα θα ενταθεί και το εμπάργκο σε επιλεγμένα προϊόντα της Ταϊβάν που εξάγονται στην ηπειρωτική Κίνα, ενώ θα ασκηθεί διπλωματική πίεση στα λίγα εναπομείναντα κράτη που αναγνωρίζουν την αυτοδιοικούμενη νήσο ως κρατική οντότητα.

Πάντως, το σενάριο κινεζικής απόβασης στην Ταϊβάν δεν θεωρείται πιθανό στην σημερινή συγκυρία. Η Κίνα βρίσκεται αντιμέτωπη με τις σοβαρότερες προκλήσεις εδώ και τέσσερις δεκαετίες, λόγω της εξάντλησης του οικονομικού της μοντέλου και της δύσκολης προσπάθειας να στραφεί προς ένα διαφορετικό αναπτυξιακό πρότυπο. Η ανάκαμψη της κινεζικής οικονομίας μετά την πανδημία παραμένει αναιμική και προκαλεί μεγάλη ανησυχία στις αρχές η φυγή ξένων επενδυτικών κεφαλαίων.

Σε περίπτωση δε που επικρατήσει ο Χου του ΚΜΤ, αναμένονται χαμηλότεροι τόνοι ανάμεσα στο Πεκίνο και την Ταϊπέι και αύξηση εμπορικών συναλλαγών, αν και η απορρόφηση της Ταϊβάν από την ηπειρωτική Κίνα φαντάζει αδύνατη στο ορατό μέλλον. Στην πραγματικότητα, θα διατηρηθεί το status quo σε συνδυασμό με ελεγχόμενη ένταση μεταξύ των δύο πλευρών.

Εξαιρετικό ενδιαφέρον παρουσιάζει η στάση των ΗΠΑ που έχουν εισέλθει σε εκλογική χρονιά. Εν μέσω των συρράξεων στην Ουκρανία και την Μέση Ανατολή, μια νέα κρίση γύρω από την Ταϊβάν είναι το τελευταίο που θα επιθυμούσε η Ουάσινγκτον. Χαρακτηριστική είναι πρόσφατη δήλωση του απόστρατου στρατηγού Ντέιβιντ Πετρέους σε συνέντευξη στην Κριστιάν Αμανπούρ ότι η αμερικανική στάση οφείλει να είναι “αποφασιστική, αλλά όχι αχρείαστα προκλητική”, μια τοποθέτηση που συνοψίζει την ανάγκη για πολύ προσεκτικές και καλά υπολογισμένες κινήσεις των ΗΠΑ.

Ενώ όλοι απεύχονται σινο-αμερικανική αναμέτρηση μετά τις επικείμενες εκλογές στην Ταϊβάν, κανείς δεν μπορεί να αποκλείσει κάποιο ατύχημα – είτε γύρω από την αυτοδιοικούμενη νήσο, είτε στην ευρύτερη περιοχή, π.χ. στην Νοτιοσινική Θάλασσα. Αλλά ακόμη κι αν αποφευχθεί μια τέτοια εξέλιξη βραχυπρόθεσμα, είναι ολοφάνερο ότι το χάσμα μεταξύ της Ταϊβάν και της ηπειρωτικής Κίνας δύσκολα θα γεφυρωθεί με ειρηνικά μέσα. Δεδομένου δε ότι η ενσωμάτωση της Ταϊβάν στην επικράτεια της ΛΔΚ αποτελεί ύψιστο στρατηγικό στόχο του Πεκίνου, πολλές αναλύσεις συντείνουν στο συμπέρασμα ότι μεσομακροπρόθεσμα το σημείο αυτό της υφηλίου θα παραμείνιει η πιο επικίνδυνη εστία ανάφλεξης παγκοσμίως.

*Επικεφαλής του Τμήματος Ασιατικών Σπουδών Ινστιτούτο Διεθνών Οικονομικών Σχέσεων (ΙΔΟΣ)