Οι άβολες αλήθειες του ΔΝΤ

Γράφει ο Γιάννης Κουτσομύτης

Το κλιμάκιο του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου που συμμετείχε στις διαβουλεύσεις με την Κυβέρνηση και τις κρατικές υπηρεσίες εξέδωσε χθες ανακοίνωση με τα συμπeράσματα της αποστολής του στην Αθήνα και τα μηνύματα που στέλνει είναι ιδιαίτερα ηχηρά.

Τα στελέχη του Ταμείου επικροτούν και συγχαίρουν την Κυβέρνηση για τις μεταρρυθμιστικές πρωτοβουλίες που πήρε από τις πρώτες ημέρες ανάληψης των καθηκόντων της αλλά επισημαίνουν ταυτόχρονα τα σοβαρά δομικά προβλήματα που αντιμετωπίζει η ελληνική Οικονομία και το Δημόσιο, και τα οποία εμποδίζουν την επιτάχυνση της “ισχνής” ανάπτυξης και της βελτίωση του εισοδήματος των Ελλήνων πολιτών. Στην ανακοίνωση περιγράφονται με μελανά χρώματα οι προοπτικές της οικονομικής ανάπτυξης της χώρας, καθώς η κρίση άφησε ένα βαρύ φορτίο με υψηλό δημόσιο χρέος, υψηλό επίπεδο μη εξυπηρετούμενων δανείων, υπερχρεωμένους δανειολήπτες, χαμηλή παραγωγικότητα, απουσία επενδύσεων, κακή κουλτούρα πληρωμών και δυσμενείς δημογραφικές τάσεις. Οι τεχνοκράτες του Ταμείου θεωρούν ότι οι τρέχοντες ρυθμοί ανάπτυξης της τάξης του 2% οφείλονται κυρίως σε προσωρινά φαινόμενα, όπως κυκλική ανάκαμψη (το γνωστό “ελατήριο”) και βελτίωση του καταναλωτικού κλίματος, αλλά η πρόβλεψη για τη μακροχρόνια ανάπτυξη βρίσκεται στο εξαιρετικά χαμηλό 0,9%, που σημαίνει ότι “θα χρειαστεί μιάμιση δεκαετία ακόμη μέχρι να φτάσει το πραγματικό κατά κεφαλήν εισόδημα στα προ κρίσης επίπεδα”.

Στην ανακοίνωση στηλιτεύεται η πολιτική του Σύριζα μετά τη λήξη του τρίτου Μνηνομίου, με την ανατροπή των μεταρρυθμίσεων στην αγορά εργασίας, την αναβολή μεταρρυθμίσεων που προβλέπονταν από το μεταμνημονιακό πρόγραμμα, την ακύρωση προνομοθετημέτων μέτρων (συντάξεις και φορολογία εισοδήματος) και την εγκατάληψη των προσπαθειών για τη διεύρυνση της φορολογικής βάσης (μείωση του αφορολόγητου) και την ενίσχυση της κουλτούρας πληρωμών (120 δόσεις).

Ως σημαντική τροχοπέδη για την ενίσχυση της ανάπτυξης περιγράφεται η καχεξία του τραπεζικού συστήματος, με τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια να παραμένουν σε πολύ υψηλά επίπεδα και το πλαίσιο προστασίας της πρώτης κατοικίας να εμποδίζει την ανάπτυξη της στεγαστικής πίστης, που θα έδινε σοβαρή ώθηση στην ανάπτυξη. Τα στελέχη του Ταμείου χαιρετίζουν το σχέδιο “Ηρακλής” για την αναδιάρθωση του χαρτοφυλακίου των Τραπεζών, αλλά τονίζουν ότι η Κυβέρνηση “θα πρέπει να αναπτύξει μια πιο συνολική, φιλόδοξη και καλά συντονισμένη στρατηγική”, και οι προσπάθειες θα πρέπει πρωτίστως να είναι επικεντρωμένες στη βελτίωση των συνθηκών στην αγορά, ενώ “οποιαδήποτε δημόσια στήριξη να υπόκειται σε μια δυναμική ανάλυση κόστους-οφέλους και να υποστηρίζεται από περαιτέρω βελτιώσεις του νομικού πλαισίου (π.χ. πιο αποδοτικές δικαστικές διαδικασίες και εκσυγχρονισμό του καθεστώτος αφερεγγυότητας)”.

Όσον αφορά στα πρωτογενή πλεονάσματα, το Ταμείο συμφωνεί με την επιδίωξη της Κυβέρνησης για μείωση των στόχων μετά το 2020, με τη διαφορά ότι προτάσσει την αύξηση των δαπανών για τα προγράμματα κοινωνικής πρόνοιας, με στόχευση κυρίως στο ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα, και αύξηση του προγράμματος δημοσίων επενδύσεων. Όσον αφορά στο χρέος, παρότι τα στελέχη του Ταμείου αναγνωρίζουν πως “προβλέπεται να έχει καθοδικές τάσεις μέσα στην επόμενη δεκαετία με σχετικά χαμηλό κίνδυνο ρευστότητας μεσοπρόθεσμα”, εξακολουθούν να επιμένουν πως “η μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα δεν διασφαλίζεται κάτω από ρεαλιστικές μακροοικονομικές παραδοχές”, παρότι η Ευρωζώνη έχει δεσμευθεί ότι θα επανεξετάσει το θέμα της βιωσιμότητας του χρέους το 2032, και αν χρειαστεί θα λάβει επιπλέον μέτρα ελάφρυνσής του. Για το θέμα της μείωσης της φορολογίας φυσικών προσώπων, τα στελέχη του Ταμείου τη συνδέουν ρητά με την ανάγκη διεύρυνσης της φορολογικής βάσης, καθώς όπως αναφέρουν “η Ελλάδα παραμένει κοντά στον πυθμένα της ΕΕ αναφορικά με το ποσοστό των εργαζόμενων που πληρώνουν φόρο εισοδήματος φυσικών προσώπων”. Για τη δημιουργία δημοσιονομικού χώρου, προτείνεται επίσης “οι συνταξιοδοτικές παροχές των τωρινών συνταξιούχων να υπολογίζονται σύμφωνα με τον νέο τρόπο υπολογισμού”. Κατακεραυνώνουν δε την Κυβέρνηση του Σύριζα για την παροχή της λεγόμενης “13ης σύνταξης” και τονίζει ότι “πρέπει να ανατραπεί” αυτή η πρακτική.

Στην ανακοίνωση γίνεται πολύ θετική μνεία για την αναζωογόνηση των ιδιωτικοποιήσεων, αλλά τονίζεται εμφατικά ότι χρειάζεται μεγάλη δουλειά στον τομέα των διαρθρωτικών και δομικών μεταρρυθμίσεων, καθώς “η Οικονομία παραμένει υπερ-ρυθμισμένη και κυριαρχείται από μικρομεσαίες επιχειρήσεις που λειτουργούν σε ένα μη φιλικό επιχειρηματικό περιβάλλον”, ενώ “απαιτούνται περισσότερες προσπάθειες για την εκ των πραγμάτων απελευθέρωση των αγορών προϊόντων και των κλειστών επαγγελμάτων και για την ενίσχυση του ανταγωνισμού”.

Όσον αφορά στην αγορά εργασίας και τα εργασιακά, οι τεχνοκράτες του ΔΝΤ συγχαίρουν την Κυβέρνηση για τις πρόσφατες μεταρρυθμίσεις, οι οποίες έχουν προκαλέσει την οργή των συνδικάτων και της αντιπολίτευσης, “αν και χρειάζονται παραπάνω προσπάθειες για τη στήριξη της υψηλότερης απασχόλησης, της ανάπτυξης και της ανταγωνιστικότητας.” Το Ταμείο ζητά την πλήρη αποκατάσταση των (απο)ρυθμίσεων που ξεκίνησαν να εφαρμόζονται την τριετία 2011~2013, ενώ συνιστά την ενεργή διασύνδεση του κατώτατου μισθού με το επίπεδο παραγωγικότητας.

Απαισιόδοξοι αλλά και ρεαλιστές

Τα συμπεράσματα του Ταμείου μπορούν να χαρακτηριστούν μεν απαισιόδοξα ως προς τις προοπτικές της ελληνικής Οικονομίας, αλλά θέτουν τα ζητήματα με ένα πολύ ρεαλιστικό και ξεκάθαρο τρόπο που δεν επιδέχεται ιδιαίτερες αμφισβητήσεις. Το γεγονός όμως ότι τα τελευταία δέκα σχεδόν χρόνια έχουν πέσει έξω σε όλες σχεδόν τις προβλέψεις τους για την ελληνική Οικονομία, είτε προς το καλύτερο, είτε προς το χειρότερο, αποδυναμώνει σχετικά την αξιοπιστία των προβλέψεών του. Σε ό,τι όμως αφορά τις διαπιστώσεις για τα δομικά προβλήματα της Οικονομίας, το Ταμείο είναι απόλυτα ακριβές για το ποιοί είναι οι δομικοί παράγοντες που εμποδίζουν την επιτάχυνση της ανάπτυξης και τη βελτίωση του εισοδήματος των πολιτών.

Το βασικό ερώτημα που προκύπτει είναι ποιά από τα διαρθρωτικά μέτρα που χρειάζεται η χώρα είναι διατεθειμένη η Κυβέρνηση να εφαρμοστεί, καθώς πέραν των φορολογικών ελαφρύνσεων, όλα σχεδόν τα υπόλοιπα μέτρα θίγουν καθεστηκυίες αντιλήψεις και οργανωμένα συμφέροντα.

Η είσοδος του κτηρίου του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου στην Ουάσιγκτον των ΗΠΑ. [Φωτό: Simone D. McCourtie/World Bank]