Γράφει ο Γιάννης Κουτσομύτης
Ο αποκλεισμός της Ελλάδας από τη Διάσκεψη για τη Λιβύη που θα διεξαχθεί την Κυριακή στο Βερολίνο αποτελεί ένα ισχυρό ράπισμα στην εξωτερική πολιτική της Ελλάδας, καθώς για τη χώρα διακυβεύονται ζωτικά εθνικά συμφέροντα στη Λιβύη, ιδίως μετά την εμπλοκή της Τουρκίας και τα παράνομα μνημόνια που συνυπέγραψε ο Ρετσέπ Ταγίπ Ερντογάν με τον Πρωθυπουργός της “Κυβέρνησης Εθνικής Συμφωνίας” της Τρίπολης Φαγιέζ αλ-Σαράζ. Στη Διάσκεψη, την οποία διοργανώνει η Γερμανία, προσκλήθηκαν οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Ρωσία, η Βρετανία, η Γαλλία και η Κίνα ως μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, όπως και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, η Τουρκία, το Κονγκό, η Ιταλία, η Αίγυπτος, η Αλγερία, τα Ηνωμένα Έθνη, η Ευρωπαϊκή Ένωση, η Αφρικανική Ένωση, ο Αραβικός Σύνδεσμος, και βέβαια οι ηγέτες των δυο αντιμαχόμενων πλευρών Φαγιέζ αλ-Σαράζ και στρατάρχης Χαλίφα Χάφταρ. Μεγάλοι απόντες από τη Διάσκεψη είναι η Τυνησία και η Ελλάδα, για διαφορετικούς λόγους η κάθε μια.
Στη συγκεκριμένη Διάσκεψη, οι Γερμανοί διοργανωτές επιδιώκουν κατ’ αρχάς να επιβάλουν διαρκή εκεχειρία στη Λιβύη και οριστική παύση των εχθροπραξιών, αλλά και να αναβιώσουν τον πολιτικό διάλογο μεταξύ των αντιμαχόμενων πλευρών με βάση την “Πολιτική Συμφωνία” που υπογράφηκε στη διεθνή διάσκεψη που οργανώθηκε στην πόλη Σχιράτ του Μαρόκου τον Δεκέμβριο του 2015. Η Γερμανία έχει διπλωματική εμπλοκή πολλών ετών στο ζήτημα της Λιβύης και εργάζεται με επιμονή και συνέπεια, και έχει επιτύχει να θεωρείται έντιμος διαμεσολαβητής (“honest broker”) στη λιβυκή κρίση. Από τον Ιούνιο του 2015, όταν διοργάνωσε τη διάσκεψη “P5+5” στο Βερολίνο, έχει αναλάβει την πρωτοβουλία των διπλωματικών κινήσεων για τη Λιβύη, πάντοτε σε αγαστή συνεργία με τα Ηνωμένα Έθνη, και είχε επιβάλει για πέντε χρόνια Γερμανό διπλωμάτη ως τον ειδικό απεσταλμένο του Γενικού Γραμματέα για τη Λιβύη. Τα κίνητρα της Γερμανίας για την έντονη διπλωματική δραστηριότητα στη βορειοαφρικανική χώρα είναι μεν διεθνοπολιτικά, αλλά βασίζονται επίσης και σε ένα ευρύτερο σχέδιο για την αντιμετώπιση της μετανάστευσης από την Αφρική προς την Ευρώπη και κυρίως προς τη Γερμανία. Το Βερολίνο ελπίζει πως σταθεροποιώντας τη Λιβύη θα καταφέρει να ελέγξει τις μεταναστευτικές ροές μέσω της Κεντρικής Μεσογείου.
Η Ελλάς απούσα
Από τους πρώτες ημέρες που ξέσπασε η κρίση στη Λιβύη στα πλαίσια της Αραβικής Άνοιξης τον Φεβρουάριο του 2011, η τότε Κυβέρνηση Παπανδρέου απέτυχε παταγωδώς να ερμηνεύσει το μέγεθος και τις επιπτώσεις της εξέγερσης και κυρίως να προνοήσει για το ποιό καθεστώς θα επικρατήσει στη σημαντική αυτή χώρα για τα ελληνικά εθνικά συμφέροντα μετά τη διαφαινόμενη πτώση του καθεστώτος του Μουαμάρ Καντάφι, με το οποίο η Ελλάδα είχε παραδοσιακά καλές σχέσεις. Η Ελλάδα, έχοντας χρεοκοπήσει από την άνοιξη του 2010, υπέκυψε στις πιέσεις των ΗΠΑ και των Ευρωπαίων εταίρων (κυρίως της Γαλλίας) και συμφώνησε στη συμμετοχή σε στρατιωτική επιχείρηση κατά ενός καθεστώτος με το οποίο διατηρούσε φιλικές σχέσεις, και χωρίς να υπάρχει κανένα σχέδιο για το τι θα επακολουθήσει στη Λιβύη. Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμη και λίγες εβδομάδες πριν από την εξόντωση του Καντάφι τον Οκτώβριο του 2011, η κυρίαρχη άποψη στην ελληνική Κυβέρνηση ήταν ότι τελικά ο Καντάφι θα επικρατήσει.
Η Ελλάδα πάντως εκείνο το διάστημα βρισκόταν μέσα στη θύελλα της χρεοκοπίας και όλη η ενέργεια και οι πρωτοβουλίες της εξωτερικής πολιτικής επικεντρώνονταν στην ανάγκη διεθνούς στήριξης της χώρας για να ξεπεράσει την πρωτοφανή οικονομική κρίση. Μέσα στην ανάγκη αναζήτησης νέων πόρων για το Κράτος, υπήρξε η νομοθετική πρωτοβουλία του 4001/2011 με την οριοθέτηση οικοπέδων προς εκμετάλλευση στην ελληνική Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη στο Ιόνιο και την Νότια Κρήτη, χωρίς όμως να έχει προηγηθεί επίσημη ανακήρυξη της ΑΟΖ και χωρίς να έχει προηγηθεί διακρατική συμφωνία με τη Λιβύη.
Μετά την οριστική πτώση του καθεστώτος Καντάφι, η Ελλάδα ήταν παντελώς απούσα από τις εξελίξεις στη Λιβύη, καθώς τα κυρίαρχα θέματα στην Αθήνα ήταν η αποφυγή του Grexit και το PSI. Η Λιβύη δεν υπήρχε ούτε ως εικοστή προτεραιότητα στην ατζέντα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής. Ακόμη όμως και μετά τη σχετική σταθεροποίηση της χώρας από τα τέλη του 2012 και μετά, το ζήτημα της Λιβύης δεν βρισκόταν στην ατζέντα της Κυβέρνησης Σαμαρά-Βενιζέλου. Ακόμη και όταν μετά τα μέσα του 2014 ξέσπασε ο νέος λιβυκός εμφύλιος πόλεμος, η Κυβέρνηση ήταν εγκλωβισμένη στην αντιπολιτευτική φρενίτιδα του Σύριζα και την κρίσιμη για τη χώρα προεδρική εκλογή και η χώρα συνέχισε να είναι διπλωματικά και πολιτικά απούσα από τις εξελίξεις στη Λιβύη.
Η νέα Κυβέρνηση Τσίπρα-Καμμένου όπως ήταν λογικό έριξε στην αρχή όλο το βάρος στο ζήτημα των διαπραγματεύσεων με την Ευρωζώνη για το μνημόνιο και η Λιβύη συνέχισε να είναι εκτός ατζέντας της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής. Κάτι πήγε να αλλάξει το 2016, όταν ο Υπουργός Άμυνας Πάνος Καμμένος είχε την ιδέα της προσέγγισης του στρατάρχη Χάφταρ, ο οποίος βρισκόταν ήδη σε ανοικτή ρήξη με την Κυβέρνηση του Σαράζ αλλά πολεμούσε και το Ισλαμικό Κράτος στην Ανατολική Λιβύη. Επικράτησε όμως η άποψη του Νίκου Κοτζιά, ο οποίος θεωρούσε τον Χάφταρ “πολέμαρχο” και ο Αλέξης Τσίπρας έτρεμε το ενδεχόμενο να αποτελέσει η Ελλάδα στόχος των τζιχαντιστών. Έτσι έγιναν κινήσεις προσέγγισης με τον αλ-Σαράζ, με αποκορύφωμα το ταξίδι του Κοτζιά στην Τρίπολή τον Νοέμβριο του 2016. Εκεί ο πρώην Υπουργός Εξωτερικών συναντήθηκε με τον αλ-Σαράζ και μάλιστα πρότεινε και τη διαμεσολάβηση της Ελλάδας στον εμφύλιο πόλεμο, λόγω των καλών σχέσεων που διατηρεί η χώρα μας με την Αίγυπτο, που αποτελεί τον βασικό υποστηρικτή του Χάφταρ και της Βουλής των Αντιπροσώπων. Η πρωτοβουλία όμως αυτή του Νίκου Κοτζιά έπεσε στο κενό και έκτοτε το όποιο ενδιαφέρον της Ελλάδας για τη Λιβύη εξανεμίστηκε.

Το ίδιο διάστημα όμως είχαν ήδη ξεκινήσει οι διπλωματικές πρωτοβουλίες της Γερμανίας για τη Λιβύη και η Ελλάδα ήταν σταθερά έξω από όλες τις συζητήσεις και τις διπλωματικές ζυμώσεις. Παράλληλα, είχε αρχίσει να διαφαίνεται η απόφαση της Τουρκίας να υποστηρίξει πολιτικά και στρατιωτικά την Κυβέρνηση Σαράζ και ειδικά τους ισλαμιστές αντάρτες που έχουν την έδρα τους στη Μισράτα. Η Άγκυρα μαζί με το Κατάρ κατέληξαν να αποτελούν τους δυο μοναδικούς υποστηρικτές της Τρίπολης, παραβιάζοντας μάλιστα καταφανώς την απόφαση 1970 του Συμβουλίου Ασφαλείας για εμπάργκο όπλων στη Λιβύη (όπως βεβαια έκαναν τα ΗΑΕ, η Αίγυπτος, η Ρωσία και η Ιορδανία με τις δυνάμεις του Χάφταρ). Η Τουρκία έχτιζε επιρροή στη Λιβύη και η Ελλάδα συνέχισε να απέχει.
Η ανάληψη της διακυβέρνησης από την Κυβέρνηση Μητσοτάκη δεν άλλαξε κάτι βασικό στις προτεραιότητες της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής έναντι της Λιβύης. Εξάλλου αποτελεί πάγια στάση της ελληνικών Κυβερνήσεων να αποφεύγουν οποιαδήποτε διεθνή κρίση περιλαμβάνει πολεμικές επιχειρήσεις, φοβούμενη μήπως και εμπλακεί στρατιωτικά, κάτι που διαχρονικά αποτελεί ζήτημα ταμπού. Η σύναψη όμως των δυο μνημονίων ανάμεσα στον Ερντογάν και τον Σαράζ ξύπνησε την Ελλάδα άγαρμπα, καθώς όπως φαίνεται η ελληνική διπλωματία και οι υπηρεσίες ασφαλείας της χώρας πιάστηκαν στον ύπνο από την τουρκική Κυβέρνηση. Δεν είναι καθόλου βέβαιο το αν η Ελλάδα μπορούσε να αποτρέψει τις παράνομες συμφωνίες που συνέταξε συνωμοτικά το τουρκικό Υπουργείο Εξωτερικών και τις οποίες παρέδωσε στον Σαράζ έτοιμες για υπογραφή. Θα μπορούσε όμως η Ελλάδα να είχε προετοιμαστεί πολιτικά, νομικά και διπλωματικά και όχι να τρέχει να προλάβει τα όποια τετελεσμένα.
Έκτοτε η Ελλάδα τρέχει πίσω από τις εξελίξεις και το όψιμο ενδιαφέρον της δεν κατάφερε να πείσει τους διεθνείς παράγοντες ότι αξίζει να έχει θέση στο κλάμπ των χωρών που θα συναποφασίσουν το μέλλον της Λιβύης. Η Τουρκία όμως το κατάφερε, καθώς έχει εδώ και χρόνια συγκεκριμένο σχέδιο και πλάνο για τη Λιβύη, ενώ η Ελλάδα δεν είχε απολύτως κανένα σχέδιο και ήταν απούσα. Η αποκλεισμός λοιπόν της χώρας από τη Διάσκεψη του Βερολίνου είναι απολύτως αναμενόμενος και το χειρότερο είναι πως δεν υπάρχει και ουσιαστικός τρόπος να πιεστεί η Γερμανία και να βάλει τη χώρα μας στο παιγνίδι, διότι υπάρχει διαπραγματευτική ανισορροπία. Η ελληνική Κυβέρνηση θα έχει τους επόμενους μήνες το πολύ δύσκολο έργο να πείσει τη γερμανική Κυβέρνηση και το Κοινοβούλιο της Γερμανίας ότι πρέπει να αλλάξει το ψηφισμένο και συμφωνημένο μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα, ώστε να υπάρξει μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων. Έχοντας η Ελλάδα ως πρώτη προτεραιότητα τη μείωση των πλεονασμάτων είναι σε ιδιαίτερα δυσμενή θέση ως προς τη δυνατότητα πιέσεων προς τη Γερμανία. Για το Βερολίνο η Λιβύη αποτελεί προτεραιότητα κυρίως λόγω του μεταναστευτικού, γι αυτό και η συμμετοχή του Κογκό στη Διάσκεψη είναι για την Άνγκελα Μέρκελ πιο σημαντική από μια ενδεχόμενη συμμετοχή της Ελλάδας.
Το πικρό συμπέρασμα είναι ότι η Ελλάδα υφίσταται μια οδυνηρή διπλωματική και διεθνοπολιτική ήττα, πληρώνοντας βασικά τη διαχρονικά παντελή έλλειψη πολιτικής για μια σημαντικά για τα εθνικά συμφέροντα χώρα με την οποία μοιραζόμαστε θαλάσσια σύνορα. Καμία Κυβέρνηση τα προηγούμενα χρόνια δεν αντιλήφθηκε το διακύβευμα για την Ελλάδα στη Λιβύη, ή εάν το αντιλήφθηκε τρόμαξε μπροστά στο ενδεχόμενο πιθανής στρατιωτικής εμπλοκής. Η έλλειψη πολιτικής και η ολιγωρία όμως της Ελλάδας άφησε διάπλατα το πεδίο ανοικτό στην Τουρκία για να ασκήσει ηγετική πολιτική στη -δική μας- περιοχή και να αποτελεί πλέον de facto έναν από τους βασικούς ρυθμιστές των εξελίξεων στη Λιβύη.