Από το Kappa News
Διαστάσεις λαϊκής οργής κατά των αρχών ασφαλείας της χώρας λαμβάνουν οι αντιδράσεις πολιτών της Κίνας με αφορμή το θάνατο του 34χρονου γιατρού Λι Ουενλιάνγκ από τον κορονοϊό 2019-nCoV, τη στιγμή που ο αριθμός των νεκρών μέχρι την Πέμπτη έχει ξεπεράσει τους 600, ενώ τα κρούσματα υπερβαίνουν τις 31.000, σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας.
Ο Κινέζος οφθαλμίατρος, ο οποίος εργαζόταν στο νοσοκομείο του Ουχάν, έγινε γνωστός για τις προσπάθειες ενημέρωσης της επιστημονικής κοινότητας της Κίνας για “έναν καινούργιο ιό” στα τέλη Δεκεμβρίου και τις απειλές που δέχθηκε από τις κινεζικές αρχές ασφαλείας για να σταματήσει να αναφέρεται στον καινούργιο ιό που παρατήρησε στο νοσοκομείο.

Ο Λι Ουενλιάνγκ παρατήρησε τον Δεκέμβριο επτά περιπτώσεις ιού που νόμιζε ότι έμοιαζε με τον SARS, τον ιό που προκάλεσε παγκόσμια επιδημία το 2003. Τα περιστατικά θεωρήθηκε ότι προέρχονταν από την ιχθυαγορά του Ουχάν και οι ασθενείς τέθηκαν σε καραντίνα στο τοπικό νοσοκομείο. Στις 30 Δεκεμβρίου ο Λι έστειλε ένα μήνυμα σε συναδέλφους του γιατρούς, όπου που τους προειδοποιούσε για τον ιό και τους συνέστισε να φορούν προστατευτικό ρουχισμό για να αποφύγουν τη μόλυνση. Τέσσερις ημέρες αργότερα, κλήθηκε στο τοπικό γραφείο δημόσιας ασφάλειας, όπου οι υπεύθυνοι του είπαν να υπογράψει μια υπεύθυνη δήλωση, με την οποία ομολογούσε ότι έκανε “ψευδή σχόλια, τα οποία διαταράσσουν σοβαρά την κοινωνική ειρήνη”. Η δήλωσε ανέφερε επίσης: “Σας προειδοποιούμε επίσημα. Εάν συνεχίσετε να επιμένετε με αμέλεια και εξακολουθήστε αυτήν την παράνομη δραστηριότητα, θα οδηγηθείτε στη δικαιοσύνη. Είναι κατανοητό αυτό;” Κάτω από τη δήλωση ο Λι έγραψε ιδιοχείρως: “Ναι, το κατανοώ.” Ο Κινέζος γιατρός ήταν ένας από τους οκτώ ανθρώπους, τους οποίους η κινεζικές αρχές ασφαλείας ανακοίνωσαν ότι διερευνούνταν για “διάδοση φημών”.
Στα τέλη Ιανουαρίου ο Λι δημοσίευσε αντίγραφο της υπεύθυνης δήλωσης στο κινεζικό κοινωνικό δίκτυο Weibo και εξήγησε τι είχε συμβεί. Εν τω μεταξύ οι αρχές ασφαλείας του ζήτησαν συγγνώμη, αλλά ήταν πλέον αργά. Μόλις μια εβδομάδα μετά τις απειλές από την αστυνομία, ο Λι έρχεται σε επαφή με μια ασθενή με γλαύκωμα, η οποία όμως είχε μολυνθεί από τον κορονοϊό. Μέχρι και τα μέσα Ιανουαρίου οι Κινέζοι αξιωματούχοι στο Ουχάν επέμεναν ότι μόνο όσοι έχουν έρθει σε επαφή με μολυσμένα ζώα μπορεί να κολλήσουν τον ιό και δεν υπήρχαν οδηγίες προστασίας για τους γιατρούς.

Ο Λι έγραψε σε ανάρτησή του στο Weibo πως στις 10 Ιανουαρίου άρχισε να βήχει, την επόμενη μέρα είχε πυρετό και δύο μέρες αργότερα έκανε εισαγωγή στο νοσοκομείο. Οι γονείς του αρρώστησαν και αυτοί και εισήχθησαν στο νοσοκομείο. Μετά από δέκα ημέρες, στις 20 Ιανουαρίου, η Κίνα κήρυξε κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Ο Λι έλεγε ότι έκανε πολλές εξετάσεις για τον κορονοϊό, αλλά όλες έβγαιναν αρνητικές.
Στις 30 Ιανουαρίου όμως έγραψε: “Σήμερα το τεστ των νουκλεϊνικών οξέων έβγαλε θετικό αποτέλεσμα. Ο κουρνιαχτός έκατσε, έχω διαγνωστεί τελικά.”
Η ανάρτηση του Λι συγκέντρωσε χιλιάδες σχόλια υποστήριξης και έγινε πλέον διάσημος σε ολόκληρη την Κίνα, ενώ πολλοί τον ανακήρυξαν σε ήρωα. Η πορεία της υγείας του όμως ήταν δυσμενής και τελικά την Πέμπτη κατέληξε στο νοσοκομείο του Ουχάν, όπως ανακοίνωσε η επίσημη κρατική “Εφημερίδα του Λαού”. “Λυπούμεθα βαθύτατα για το θάνατο του ιατρού Λι Ουενλιάνγκ. … Παρ’ όλες τις προσπάθειες, ο Λι κατέληξε”.
Οργή στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης
Η είδηση του θανάτου του Λι, σε συνδυασμό με τις απειλές που υπέστη από τις κινεζικές αρχές ασφαλείας έχουν προκαλέσει ένα κύμα λαϊκής οργής στα social media της Κίνας, όπου χιλιάδες χρήστες εκφράζουν την αγανάκτησή τους για τις προσπάθειες των αρχών της χώρας να υποτιμήσουν στο αρχικό στάδιο την επικινδυνότητα του νέου κορονοϊού. Η κεντρική εξουσία της Κίνας επιχειρεί να επιρρίψει την ευθύνη στις τοπικές αρχές του Ουχάν, υπονοώντας ότι η Κυβέρνηση του Πεκίνου δεν ευθύνεται για τις προσπάθειες αποσιώπησης της επιδημίας. Ο διευθυντής της φιλοκυβερνητικής εφημερίδας Global Times Χου Σιτζίν έγραψε πως “Το Ουχάν οφείλει πράγματι μια συγγνώμη στον Λι Ουελιάνγκ” και “οι αξιωματούχοι του Ουχάν και της επαρχίας Χουμπέι οφείλουν επίσης μια επίσημη συγγνώμη προς τον λαό του Χουμπέι και της χώρας”.
