Προς γεφύρωση του χάσματος στην Ευρωπαϊκή Ένωση

Γράφει ο Γιάννης Κουτσομύτης

Με δικαιολογημένο ενδιαφέρον και αγωνία αναμένουν οι Ευρωπαίοι πολίτες την τηλεδιάσκεψη των Ευρωπαίων ηγετών, οι οποίοι καλούνται την Πέμπτη να συμφωνήσουν σε ένα κοινό πρόγραμμα οικονομικής ανάκαμψης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μετά από την πανδημική κρίση που ήδη πλήττει με πρωτοφανή σφοδρότητα τις οικονομίες των κρατών-μελών της Ένωσης. Στην προηγούμενη επεισοδιακή τηλεδιάσκεψη του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου στις 26 Μαρτίου, οι χώρες του Βορρά με προεξάρχουσα την Ολλανδία και οι χώρες του Νότου με προεξάρχουσα την Ιταλία συγκρούσθηκαν με άσχημο τρόπο και με προσβολές για τον τρόπο ενίσχυσης των ευρωπαϊκών κρατών ώστε να διευθετήσουν τις άμεσες ανάγκες αντιμετώπισης της πανδημίας του COVID-19.

Έκτοτε μεσολάβησε η διπλή τηλεδιάσκεψη του Eurogroup, στις 7 Απριλίου και στις 9 Απριλίου, όπου υπήρξε τελικά μια συμφωνία για ενίσχυση των κρατών-μελών της ΕΕ μέσω της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων (EIB) και του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ESM), ύψους έως 540 δισεκατομμυρίων ευρώ. Στην Ιταλία υπήρξαν σφοδρές αντιδράσεις για την εμπλοκή του ESM, καθώς και η αξιωματική αντιπολίτευση υπό τον Ματέο Σαλβίνι, αλλά και το κυβερνητικό κόμμα του Κινήματος των 5 Αστέρων θεωρούν τον ευρωπαϊκό αυτό θεσμό ως το απόλυτο κακό, λόγω των όρων που συνοδεύουν τα δάνειά που παρέχει. Στη συγκεκριμένη όμως περίπτωση, η απόφαση του Eurogroup είναι σαφής πως το μεγαλύτερο μέρος από τα δάνεια που θα δοθούν και θα αφορούν την κάλυψη αναγκών υγείας για την πανδημία δεν θα συνοδεύονται από δεσμευτικούς όρους για δημοσιονομικές και διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις αλλά θα πρόκειται για μια απλή τήρηση ώστε να εξασφαλιστεί θα διοχετευθούν στους σκοπούς για τους οποίους προβλέφθηκαν. Σχετικές διευκρινίσεις σε ιταλικά μέσα έδωσαν πρόσφατα ο διευθύνων σύμβουλος του ESM Κλάους Ρέγκλινγκ και ο γενικός διεθυντής Νικόλα Τζιαμαριόλι.

Το Ταμείο Ανάκαμψης

Το μεγαλύτερο όμως διακύβευμα για την Ευρωπαϊκή Ένωση μετά την υγειονομική καταπολέμηση της πανδημίας θα είναι η ανασυγκρότηση της ευρωπαϊκής οικονομίας μετά την τεράστια ύφεση που θα προκύψει και την επακόλουθη απώλεια εκατομμυρίων θέσεων εργασίας και το κλείσιμο και τη χρεοκοπία εκατοντάδων χιλιάδων επιχειρήσεων. Σύμφωνα με προβλέψεις πολλών αναλυτών αλλά και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου η ύφεση το 2020 στην Ευρωπαϊκή Ένωση θα ξεπεράσει κατά πολύ το 5% και ίσως φτάσει και το 8%. Για να μπορέσει να ανακάμψει η ευρωπαϊκή οικονομία από αυτό το πρωτοφανές σοκ θα χρειαστεί ένα τεράστιο όγκο χρημάτων, όπως περίπου έγινε με το Σχέδιο Μάρσαλ μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και δεν είναι τυχαίο ότι και η Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής έχει χρησιμοποιήσει την ίδια έκφραση.

Η αρχική ιδέα προήλθε από τη Γαλλία και αφορούσε τη δημιουργία ενός “Ταμείου Ανάκαμψης” (“Recovery Fund”), το οποίο θα χρηματοδοτηθεί από ομόλογα ειδικού σκοπού και κοινής έκδοσης και εγγύησης των ευρωπαϊκών χωρών (“coronabonds”) και θα έχει συγκεκριμένη διάρκεια 5 έως 10 έτη. Μια πρώτη ταξη μεγέθους που έθεσε η Γαλλία για το Ταμείο ήταν 500 δισεκατομμύρια ευρώ. Υπήρξαν όμως, όπως ήταν αναμενόμενο ισχυρές αντιδράσεις από τη Γερμανία, την Ολλανδία και την Αυστρία, κυρίως για το ζήτημα των “κορωνομολόγων” ή “ευρωομολόγων”, καθώς εκτός από τις ιδεολογικές, έως και θεολογικές αντιθέσεις, οι χώρες με χαμηλό χρέος και υψηλή πιστοληπτική αξιολόγηση φοβούνται ότι μια κοινή έκδοση χρέος τώρα θα ανοίξει την πόρτα για την πλήρη αμοιβαιοποίηση του χρέους των χωρών του ευρωπαϊκού Νότου, που είναι ένα ζήτημα ταμπού που απασχολούσε έντονα τη Γερμανία και την Ολλανδία από την εποχή της Συνθήκης του Μάαστριχτ και της δημιουργίας της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης.

Η λύση του ευρωπαϊκού προϋπολογισμού

Μπροστά στο ενδεχόμενο να υπάρξει σοβαρό αδιέξοδο και να προκληθεί μείζων κρίση στην Ευρωπαϊκή Ένωση, όπως υπονόησε (ή απείλησε) ο Εμανουέλ Μακρόν, έπεσε στο τραπέζι η πρόταση από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να αυξηθεί σημαντικά το συνολικό ποσό στο 1,5 τρισεκατομμύριο ευρώ και να χρησιμοποιηθεί ως πλαίσιο ο ευρωπαϊκός προϋπολογισμός και συγκεκριμένα το Πολυετές Δημοσιονομικό Πλαίσιο 2021~2027, του οποίου η συζήτηση έχει ξεκινήσει εδώ και μήνες αλλά είχε κολλήσει στο ζήτημα του συνολικού μεγέθους και των επιστροφών που θα έπαιρναν κάποιες χώρες. Η φόρμουλα αυτή είναι ιδιαίτερα ευέλικτη και ρεαλιστική για διάφορους λόγους. Ο πρώτος λόγος είναι πρακτικός: το θεσμικό πλαίσιο για τον προϋπολογισμό υπάρχει ήδη και ο φορέας υλοποίησής του, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, προβαίνει ήδη σε εκδόσεις κοινού χρέους για το σύνολο της Ένωσης για να προχρηματοδοτήσει τα κονδύλια του ευρωπαϊκού προϋπολογισμού. Στην πραγματικότητα και σε μικρά σχετικά ποσά η Ένωση ήδη εκδίδει ευρωομόλογα. Πρακτικό επίσης ζήτημα και πολύ σημαντικό είναι ο χρόνος. Δεδομένου ότι στα πλαίσια της Ευρωπαϊκής Συνθήκης και του ευρωπαϊκού προϋπολογισμού το πλαίσιο είναι σχεδόν έτοιμο και δεν απαιτούνται πολύ ευαίσθητες και χρονοβόρες πολιτικές και κοινοβουλευτικές διαδικασίες στα 27 κράτη-μέλη. Ο δεύτερος λόγος είναι καθαρά πολιτικός. Η λύση του ευρωπαϊκού προϋπολογισμού βολεύει και τις χώρες του Νότου, διότι στην πράξη θα υπάρξει κοινή έκδοση χρέους και ευρωομολόγων αλλά και αποφεύγεται ο εξαιρετικά ανεπιθύμητος πολιτικά ESM. Για δε τις χώρες του Βορρά, μπορούν να επιδείξουν ευρωπαϊκή αλληλεγγύη χωρίς να έχουν αποδεχθεί στα λόγια την έκδοση ευρωομολόγου, αλλά και τα νέα κεφάλαια θα διοχετευθούν από έναν υπάρχονται και γνωστό ευρωπαϊκό θεσμό και όχι από ένα καινούργιο και ασαφές όργανο, την αναγκαιότητα του οποίου θα έπρεπε να εξηγήσουν στα κοινοβούλια και τους πολίτες τους.

Η σύγκλιση των προτάσεων

Στο πλαίσιο αυτό η Επιτροπή αναμένεται να προσέλθει στην τηλεδιάσκεψη της Πέμπτης με ένα προσχέδιο πρότασης, το οποίο σύμφωνα με το Bloomberg και την El País θα περιλαμβάνει κεφάλαια που μπορεί να φτάνουν τα 2 τρισεκατομμύρια ευρώ και τα οποία θα προέλθουν από ένα συνδυασμό σημαντικής αύξησης του συνολικού μεγέθους του Πολυετούς Δημοσιονομικού Πλαισίου (ΠΔΠ) από το 1,20% του συνολικού ΑΕΠ της Ευρωπαϊκής ¨Ενωσης σε 1,30% και της προσθήκης και 0,6% επιπλέον για τα κρίσιμα έτη 2021 και 2022. Ταυτόχρονα θα ενσωματωθεί το ΠΔΠ ένα ειδικό ταμείο ύψους 300 δισεκατομμυρίων και θα υπάρξει έκδοση κοινού χρέους ύψους 320 δισεκατομμυρίων ευρώ.

Η Ιταλία και η Ισπανία έχουν δείξει να μην διαφωνούν κατ’ αρχάς με μια τέτοια φόρμουλα αλλά ζητούν να είναι το μεγαλύτερο μέρος των χρημάτων με τη μορφή κοινοτικών επιχορηγήσεων και όχι δανείων, ώστε να μην αυξηθεί το ποσοστό τους χρέους προς το ΑΕΠ των χωρών τους, και επίσης το μέρος που θα αφορά δάνεια να είναι είτε διηνεκή (perpetual) είτε να έχουν πολύ μεγάλη διάρκεια για να μην επιβαρύνουν το προφίλ του χρέους. Η Γαλλία φαίνεται να συναινεί σε μεγάλο βαθμό σε αυτές τις προτάσεις, ενώ δεν είναι αρνητική και η Γερμανία. Διαφωνία υπάρχει ακόμη στο ζήτημα των εγγυήσεων, καθώς η αρχική πρόταση της Γαλλίας και η νεότερη της Ισπανίας προβλέπει ότι οι εγγυήσεις που θα δοθούν για την έκδοση του χρέους θα είναι και από κοινού και εις ολόκληρον, το οποίο σημαίνει ότι όλα τα κράτη-μέλη θα είναι συνεγγυητές του χρέους, όχι μόνο στο ποσοστό που τους αναλογεί αλλά και στο σύνολο. Εάν δηλαδή ένα κράτος-μέλος δεν καλύψει τις δανειακές του υποχρεώσεις, τα υπόλοιπα κράτη-μέλη θα οφείλουν να καλύψουν τη διαφορά. Αυτός ο όρος δεν γίνεται σε καμία περίπτωση αποδεκτός από τη Γερμανία, την Ολλανδία και άλλα κράτη και φαίνεται πως η Γαλλία είναι έτοιμη να υποχωρήσει σε αυτό το ζήτημα, ενώ δεν είναι σαφές τι στάση θα κρατήσει ο Ιταλός Πρωθυπουργός Τζιουζέπε Κόντε.

Σύμφωνα με δηλώσεις Ευρωπαίου αξιωματούχου την Τετάρτη, στη τηλεδιάσκεψη αναμένεται να υπάρξει μόνο μια κατ’ αρχήν συμφωνία ότι θα χρησιμοποιηθεί ο ευρωπαϊκός προϋπολογισμός και το ΠΔΠ για τη χρηματοδότηση του Ταμείου Ανάκαμψης, αλλά για τις κρίσιμες λεπτομέρειες που αφορούν στη διανομή των ποσών, στον τρόπο άντλησης των χρημάτων και της έκδοσης χρέους, όπως και του ζητήματος των εγγυήσεων θα χρειαστούν αρκετές εβδομάδες, ίσως και μήνες για να οριστικοποιηθούν.

Σύμφωνα με πληροφορίες από τη Χάγη, ο Ολλανδός Πρωθυπουργός Μαρκ Ρούτε θα προσέλθει στην τηλεδιάσκεψη με τρεις κόκκινες γραμμές: όχι σε διηνεκή ομόλογα, όχι σε επιχορηγήσεις μεγάλων ποσών και επικύρωση της αύξησης του προϋπολογισμού από όλα τα εθνικά κοινοβούλια. Ο Πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Σαρλ Μισέλ πάντως απέστειλε μια πολύ προσεκτική επιστολή-πρόσκληση στους Ευρωπαίους ηγέτες, όπου αποφεύγει τη χρήση των λέξεων “κορωνομόλογο”, “ευρωομόλογο”, “επιχορηγήσεις” και “δάνεια” και είχε και μια επιτυχία: στον κύκλο των τηλεφωνικών διαβουλεύσεων που είχε με τους Ευρωπαίους ηγέτες για την προετοιμασία της τηλεδιάσκεψης, κατάφερε να πείσει τον Ιταλό Πρωθυπουργό να μην θέσει βέτο στο πακέτο που συμφώνησε του Eurogroup, παρότι στην ατζέντα των συζητήσεων του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου δεν υπάρχει πια η έννοια του ευρωομόλογου, όπως το εννοούσε ο Τζιουζέπε Κόντε και κάποιοι άλλοι ηγέτες του Ευρωπαϊκού Νότου.