Σε νομισματική κρίση η Τουρκία ελέω Ερντογάν

Γράφει ο Γιάννης Κουτσομύτης

Η διαφαινόμενη από καιρό νομισματική κρίση χτύπησε πλέον την Τουρκία, αφού ούτε οι μαζικές πωλήσεις σκληρού συναλλάγματος από την Κεντρική Τράπεζα της Τουρκίας (TCMB) δεν αρκούν πλέον για να αποτρέψουν την κατρακύλα της ισοτιμίας της τουρκικής λίρας, η οποία έσπασε το φράγμα των 7 λιρών προς το δολλάριο ΗΠΑ και κατέγραψε νέο αρνητικό ρεκόρ στις 7,2693 λίρες.

Η εξέλιξη αυτή δεν προκαλεί καμία έκπληξη και ήταν απολύτως προδιαγεγραμμένη από τη στιγμή που ο Ρετσέπ Ταγίπ Ερντογάν αρνείται πεισματικά να αποταθεί στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο για να λάβει η Τουρκία ένα έκτακτο δάνειο, ώστε να μπορέσει να ανταποκριθεί στις δραματικές πιέσεις που προκαλεί η πανδημική κρίση στο χρηματοπιστωτικό σύστημα της Τουρκίας και τις τουρκικές επιχειρήσεις. Ο Τούρκος Πρόεδρος ήλπιζε ότι πιέζοντας τον Ντόναλντ Τραμπ να μεσολαβήσει στην Ομοσπονδιακή Τράπεζα των Ηνωμένων Πολιτειών, θα μπορούσε να λάβει η TCMB μια συμφωνία ανταλλαγής νομισμάτων (central bank currency swap), ώστε να αποκτήσει πρόσβαση σε δολλάρια και μάλιστα με πολύ ευνοϊκούς όρους.

Όπως όμως έγραφα στις 12 Απριλίου, η Fed ήταν πολύ διστακτική να προβεί σε μια τέτοια κίνηση προς την Τουρκία, καθώς τέτοιοι ανοικτοί αλληλόχρεοι λογαριασμοί υπάρχουν μόνο με χώρες ιδιαίτερα φερέγγυες και με υψηλό δείκτη αξιοπιστίας στη λειτουργία των κεντρικών τους Τραπεζών. Η Τουρκία σαφώς και δεν ανήκει σε αυτήν την ελίτ των χωρών και η επιβεβαίωση ήρθε με ηχηρό και εξαιρετικά απαξιωτικό τρόπο από μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της Fed. Ο Πρόεδρος της Federal Reserve του Richmond Τόμας Μπάρκιν, απαντώντας σε σχετική ερώτηση δημοσιογράφου κατά τη διάρκεια ενός δημόσιου διαδικτυακού φόρουμ την Τετάρτη, δήλωσε πως “η Fed διατηρεί currency swaps μόνο με κράτη με τα οποία οι Ηνωμένες Πολιτείες διατηρούν σχέσεις αμοιβαίας εμπιστοσύνης και τα οποία απολαμβάνουν τις υψηλότερες πιστοληπτικές διαβαθμίσεις. Αυτό δεν περιλαμβάνει όλα τα κράτη”, διευκρίνησε ο Μπάρκιν.

Η τουρκική Κυβέρνηση προσπαθούσε όλο το τελευταίο διάστημα να κοροϊδεύσει τους επενδυτές, διαρρέοντας fake news ότι δήθεν οι συζητήσεις για currency swap με τη Fed συνεχίζονται, απλά και μόνο για κερδίσει χρόνο, με άγνωστο τελικό σκοπό. Η σκληρή αλλά ρεαλιστική δήλωση του Αμερικανού αξιωματούχου όμως έσκασε με ηχηρό τρόπο τη φούσκα του τουρκικού καθεστώτος και πλέον οι επενδυτές και οι traders κατάλαβαν ότι η Τουρκία βρίσκεται κυριολεκτικά στον αέρα ως προς την ικανότητά της να ανταποκριθεί στις συναλλαγματικές της ανάγκες και υποχρεώσεις. Μόνο για το υπόλοιπο του 2020, η τουρκική οικονομία χρειάζεται εισροές σκληρού συναλλάγματος ύψους περίπου 170 δισεκατομμύρια δολλάρια, λόγω της έντονης “δολλαριοποίησης” που έχει ξεκινήσει από τη δεκαετία του 1990.

Το τουρκικό καθεστώς αντέδρασε στην κατρακύλα της λίρας με το γνωστό του τρόπο, δαιμονοποιώντας τους “κακούς ξένους κερδοσκόπους” και συγκεκριμένες διεθνείς Τράπεζες που πραγματοποιούν μεγάλο όγκο συναλλαγών με τουρκικές λίρες. Την Πέμπτη προχώρησε ένα βήμα πιο πέρα, και με απόφαση της τουρκικής Αρχής Εποπτείας των Τραπεζών (BDDK) απαγόρευσε στις τουρκικές Τράπεζες να προβαίνουν σε συναλλαγές με την BNP Paribas, την Citibank και την UBS. Πρόκειται για μια σπασμωδική κίνηση που μειώνει ακόμη περισσότερο την πίστη των επενδυτών πως η Κυβέρνηση του Ερντογάν έχει την πολιτική βούληση να λάβει τα μέτρα που απαιτούνται για να ξεπεραστεί η κρίση.

Δεν είναι υπεροβολικό να ισχυριστεί κανείς ότι την πλήρη σχεδόν ευθύνη για αυτήν τη δραματική κατάσταση τη φέρει ο ίδιος ο Ερντογάν με τις εντελώς αλλοπρόσαλλες αποφάσεις του που κινούνται με μοναδικό γνώμονα τον λαϊκισμό, την αποφυγή του πολιτικού κόστους και τη δαιμονοποίηση των “κακών ξένων”, τους οποίους η χώρα όμως χρειάζεται για να καλύψει τις συναλλαγματικές της ανάγκες. Και ενώ πάνω από 100 χώρες έχουν αποτανθεί στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο για έκτακτη χρηματοδότηση λόγω της πανδημικής κρίσης, ο Τούρκος αυταρχικός ηγέτης οδηγεί τη χώρα του σε μια αχρείαστη νομισματική κρίση για να μη χρεωθεί πολιτικά ένα μνημόνιο με το “επάρατο” ΔΝΤ.

Από τη στιγμή όμως που η Fed έκλεισε προσβλητικά την πόρτα στην Τουρκία, άλλες πηγές σημαντικής χρηματοδότησης δεν υπάρχουν για την Τουρκία. Τα όρια της βοήθειας που μπορεί να παράσχει το φιλοτουρκικό Κατάρ είναι περιορισμένα, ενώ η Κίνα δεν φαίνεται δεν φαίνεται καθόλου διατεθειμένη να ρισκάρει μεγάλα ποσά για χαρίσει σανίδα σωτηρίας στον Ερντογάν. Υπό αυτές τις συνθήκες, η Τουρκία οδηγείται σε μια προδιαγεγραμμένη νομισματική, και ακολούθως και οικονομική κρίση, την οποία θα μπορούσε να αποφύγει εάν ο ηγέτης της δεν λειτουργούσε με τυφλό πείσμα και αφόρητο λαϊκισμό. Το ανησυχητικό για τον Τούρκο Πρόεδρο είναι πως έχουν αρχίσει πλέον ακόμη και φιλότουρκοι λομπίστες και αναλυτές να αμφισβητούν την πολιτική του Ερντογάν και να προτείνουν ακόμη και την ανάθεση της οικονομικής πολιτικής στο νέο αντιπολιτευτικό αστέρι, τον Αλί Μπαμπατσάν.