Η επόμενη μέρα της απόφασης του γερμανικού Συνταγματικού Δικαστηρίου

Γράφει ο Γιάννης Κουτσομύτης

Η απόφαση του γερμανικού Συνταγματικού Δικαστηρίου με την οποία αμφισβητείται η απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου για την νομιμότητα του προγράμματος αγοράς κρατικών ομολόγων από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έχει προκαλέσει θύελλα αντιδράσεων σε πολλά επίπεδα και προμηνύει εξελίξεις και σε πολιτικό αλλά και σε θεσμικό επίπεδο.

Όπως ανέφερα και στο σχετικό άρθρο μου την περασμένη Τρίτη, η απόφαση αυτή του γερμανικού δικαστηρίου δεν δημιουργεί μόνο τεράστια προβλήματα στην ομαλή εκτέλεση της νομισματικής πολιτικής από την ΕΚΤ σε μια πολύ κρίσιμη στιγμή για την ευρωπαϊκή Οικονομία, αλλά υπονομεύει και τα θεμέλια του ευρωπαϊκού οικοδομήματος, αφού αμφισβητεί την καθολικότητα της εφαρμογής των αποφάσεων του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου. Μια πολύ ξεκάθαρη ανάλυση έκανε και ο Γερμανός Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου Φραντς Μάγιερ, που μίλησε με το Ινστιτούτο Bruegel.

Οι επιπτώσεις αυτής της απόφασης έγιναν αμέσως αντιληπτές από ένα πλήθος Ευρωπαίων πολιτικών, ακαδημαϊκών και αναλυτών, η συντριπτική πλειοψηφία των οποίων καταδίκασε τον πυρήνα της απόφασης ως υπονομευτική της ευρωπαϊκής έννομης τάξης. Το γεγονός ότι το ανώτατο δικαστήριο ενός κράτους-μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης μπορεί να αμφισβητεί την ορθότητα και την εφαρμογή των αποφάσεων του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου αποτελεί de facto επίθεση στις Ευρωπαϊκές Συνθήκες και την ίδια την Ευρωπαϊκή Ένωση. Αποτελεί δε ιστορική ειρωνεία και ανακολουθία, το γεγονός ότι η Γερμανία που έδωσε πραγματική μάχη στη Συνθήκη του Μάαστριχτ και τη Συνθήκη της Λισαβόνας για το καθεστώς ανεξαρτησίας της ΕΚΤ, να είναι αυτή η ίδια τώρα που προσβάλλει την ανεξαρτησία της. Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμη και ο πασίγνωστος για τις συντηρητικές του απόψεις όσον αφορά τις πολιτικές της ΕΚΤ Βόλφγκανγκ Σόιμπλε δήλωσε πως είναι “δύσκολο” όταν το γερμανικό Συνταγματικό Δικαστήριο αποφαίνεται ότι οι αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου δεν είναι δεσμευτικές. Ο πολύπειρος Γερμανός πολιτικός και Πρόεδρος του Γερμανικού Κοινοβουλίου τόνισε πως αυτή η απόφαση θέτει σε κίνδυνο την ύπαρξη του ευρώ, καθώς πλέον κάθε εθνικό ανώτατο δικαστήριο θα μπορεί να αποφασίζει για λογαριασμό του, αψηφώντας το ευρωπαϊκό δίκαιο. Πρόσθεσε δε ο Σόιμπλε πως μετά από αυτήν την εξέλιξη “πρέπει να κάνει κανείς τα πάντα για να στηρίξει την Ευρώπη”.

Τέλεια πρόφαση για τις ευρωσκεπτικιστές Κυβερνήσεις

Η απόφαση αυτή αποτελεί μια πρώτης τάξεως πρόφαση για τις ευρωσκεπτικιστές Κυβερνήσεις που θέλουν να εφαρμόζουν επιλεκτικά το ευρωπαϊκό δίκαιο να προτάσσουν αποφάσεις των δικών τους ανωτάτων δικαστηρίων και να αψηφούν τις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου. Δεν είναι καθόλου τυχαίο που την εξέλιξη αυτή χαιρέτησε η Πολωνία, με τον Πρωθυπουργό της Ματέους Μοραβιέτσκι να δηλώνει πως η απόφαση αυτή είναι “μια από τις πιο σημαντικές αποφάσεις στην ιστορία της Ευρωπαϊκής Ένωσης” και πως “τα εθνικά κράτη είναι αυτά που αποφασίζουν ποιά είναι τα όρια των ευρωπαϊκών θεσμών”.

Απλοϊκές αναλύσεις και δικαστικός ακτιβισμός

Η απόφαση μάλιστα δεν βρίσκεται απλά σε ευθεία σύγκρουση με το ευρωπαϊκό δίκαιο, αλλά προβαίνει και σε απλοϊκά λανθασμένες οικονομικές αναλύσεις, θεωρώντας παραδείγματος χάριν πως η πολιτική των χαμηλών επιτοκίων της ΕΚΤ έχει πλήξει τους Γερμανούς αποταμιευτές, παίρνοντας, ως μη όφειλε, ουσιαστικά πολιτική θέση υπέρ των rentier capitalism, ενώ δε προχωρά και σε απλοϊκές αναλύσεις χρεώνοντας στα χαμηλά επιτόκια της ΕΚΤ την άνοδο των τιμών των ενοικίων στο Βερολίνο. Πρόκειται ουσιαστικά για μια θεωρητικοποίηση του εθνικιστικού λαϊκισμού με τη μορφή του δικαστικού λαϊκισμού, ωσάν οι ανώτατοι δικαστές να είναι εντεταλμένοι να εκφέρουν γνώμη και να επιβάλλουν δικαστικά τις πολιτικο-οικονομικές τους απόψεις θεωρώντας ότι εκείνοι εκπροσωπούν τα συμφέροντα του γερμανικού λαού. Δεν ενδιαφέρει δε καθόλου το Bundesverfassungsgericht το αν η πολιτική της ΕΚΤ αφορά στο σύνολο της Ευρωζώνης και όχι αποκλειστικά σε ένα κράτος.

Ο σκληρός ιδεολόγος δικαστής

Για αυτό το επικίνδυνο ιδεολόγημα βασικός υπεύθυνος είναι ο μέχρι την προηγούμενη εβδομάδα Πρόεδρος του ανωτάτου δικαστηρίου Αντρέας Φοσκούλε, ένας άριστος νομικός αλλά και σκληρός ιδεολόγος του κυριαρχισμού. Ο 56χρονος Καθηγητής του Δημοσίου και Συνταγματικού Δικαίου του Πανεπιστημίου του Φράιμπουργκ είχε καταφέρει να καταγοητεύσει τη γερμανική πολιτική τάξη, σε βαθμό που του προτάθηκε δυο φορές με διακομματική συναίνεση το αξίωμα του Προέδρου της Δημοκρατίας. Εκείνος αρνήθηκε και τις δυο φορές, θεωρώντας ότι έχει πιο σημαντική αποστολή στην ηγεσία του ανωτάτου δικαστηρίου της χώρας που έχει έδρα την Καρλσρούη. Αναφέρει δε με υπερηφάνεια στο βιογραφικό του την ανακήρυξή το 2017 ως επίτιμου διδάκτορα της Νομικής Σχολής Αριστοτελείου Πανεπιστημίου της Θεσσαλονίκης. Ήταν τόση η εμμονή του Φοσκούλε με την υπόθεση της ΕΚΤ που φρόντισε επιμελώς να είναι έτοιμη η ανακοίνωση της απόφασης πριν από τη λήξη της θητείας του στις 6 Μαΐου. Φρόντισε μάλιστα η ανακοίνωση να γίνει μια μόλις ημέρα πριν από την αφυπηρέτησή του, απασφαλίζοντας μια χειροβομβίδα και κλείνοντας πίσω του την πόρτα.

Στην αντεπίθεση οι ευρωπαϊκοί θεσμοί

Πέρα από την αντίδραση του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, έμμεσα αρνητικός απέναντι στην απόφαση της Καρλσρούης ήταν από την πρώτη στιγμή και ο Υπουργός Οικονομικών Όλαφ Σολτς, ο οποίος δήλωσε πως η ΕΚΤ θα συνεχίσει το πρόγραμμα αγοράς κρατικών ομολόγων και πως η απόφαση αναδεικνύει την ανάγκη “να ενισχύσουμε ακόμη περισσότερο τους θεσμούς της Ευρωζώνης”. Ιδιαίτερα επικριτικό ήταν και το κόμμα των Πρασίνων, το οποίο απέστειλε και σχετική επιστολή στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

Οι ευρωπαϊκοί θεσμοί αντέδρασαν σθεναρά στην απόφαση του γερμανικού Συνταγματικού Δικαστηρίου, με την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα να δηλώνει ότι απλά “λαμβάνει υπ’ όψη της” την απόφαση της Καρλσρούης και ότι ως ευρωπαϊκό ανεξάρτητος θεσμός υπάγεται αποκλειστικά και μόνο στο ευρωπαϊκό δίκαιο και τις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου. Η δε Πρόεδρος της ΕΚΤ Κριστίν Λαγκάρντ δήλωσε με νόημα ότι η ΕΚΤ θα συνεχίσει να αγοράζει κρατικά ομόλογα εκτελώντας “ανεπηρέαστα” την αποστολή της.

Πιο σκληρή ήταν η ανακοίνωση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, η οποία ανέφερε πως “τυχόν αποκλίσεις μεταξύ των δικαστηρίων των κρατών-μελών όσον αφορά το κύρος των πράξεων των θεσμικών οργάνων θα μπορούσαν να θέσουν σε κίνδυνο την ενότητα της έννομης τάξης της Ένωσης και να θίξουν τη θεμελιώδη αρχή της ασφάλειας του δικαίου”. Προσθέτει δε το ΔΕΕ πως “όπως και οι λοιπές αρχές των κρατών-μελών, τα εθνικά δικαστήρια είναι υποχρεωμένα να εγγυώνται την πλήρη αποτελεσματικότητα του δικαίου της Ένωσης”. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο δηλαδή κατηγορεί ανοικτά το Συνταγματικό Δικαστήριο της Γερμανίας ότι με την απόφασή του υπονομεύει την ευρωπαϊκή έννομη τάξη.

Και έρχεται την Κυριακή και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή μέσω της Προέδρου της Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν και εκδίδει μια πολύ σκληρή ανακοίνωση, με την οποία απειλεί ακόμη και με έναρξη διαδικασίας κυρώσεων κατά της Γερμανίας. Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά η Γερμανίδα Πρόεδρος της Κομισιόν, “η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι μια κοινότητα αξιων και δικαίου, τα οποία πρέπει να εφαρμόζονται και υπερασπίζονται κάθε στιγμή. Αυτό είναι που μας κρατά ενωμένους. Για αυτό αγωνιζόμαστε”.

Και τώρα τι;

Και ενώ η απόφαση της Καρλσρούης αρχικά ανησύχησε κάπως τις αγορές και τα επιτόκια των ιταλικών και των ελληνικών ομολόγων σημείωσαν άνοδο την Τετάρτη, ήρθαν οι δηλώσεις της Λαγκάρντ και του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου να καθησυχάσουν τις αγορές και τα επιτόκια υποχώρησαν πάλι. Το ερώτημα όμως παραμένει ως προς το ποιά στάση πρέπει να κρατήσουν η ΕΚΤ και η Bundesbank ως προς το τελεσίγραφο του Συνταγματικού Δικαστηρίου. Η άποψη που κυριαρχεί στη Φρανκφούρτη και στις Βρυξέλλες είναι πως αν η ΕΚΤ συνταχθεί με το πνεύμα της απόφασης και μεταβεί στη Bundesbank για να δώσει τις εξηγήσεις που ζητά η Καρλσρούη, θα αποδέχεται de facto τη δικαιοδοσία ενός εθνικού ανωτάτου δικαστηρίου. Η Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης αναφέρει ρητά στο Άρθρο 130 πως κανείς απολύτως δεν έχει το δικαίωμα να παρέμβει με οποιοδήποτε τρόπο στο έργο της ΕΚΤ.

Ο σοβαρός και έμπειρος πρώην Αντιπρόεδρος της ΕΚΤ Βίτορ Κονστάνσιο πρότεινε να εξουσιοδοτήσει η ΕΚΤ την Bundesbank να παραδώσει εκείνη στο δικαστήριο όλα τα έγγραφα που έχει στη διάθεσή της, με τα οποία αποδεικνύεται πως η ΕΚΤ είχε εξετάσει όλες τις πιθανές επιπτώσεις πριν αποφασίσει το πρόγραμμα αγοράς κρατικών ομολόγων. Αλλά και πηγές της ΕΚΤ ανέφεραν πως αποτελεί ευθύνη της Bundesbank να εξηγήσει στο δικαστήριο ότι η ΕΚΤ ενήργησε απόλυτα νομότυπα.

Υπάρχει ακόμη και η δυνατότητα να συνεχίσει η ΕΚΤ το πρόγραμμα αγοράς των ομολόγων χωρίς τη συμμετοχή της Bundesbank ή ακόμη να τερματίσει το συγκεκριμένο πρόγραμμα και να το αντικαταστήσει με κάποιο άλλο αντίστοιχο, καθώς η απόφαση του δικαστηρίου αφορά μόνο στο συγκεκριμένο πρόγραμμα. Θεωρώ ότι το ζήτημα σε επίπεδο ΕΚΤ θα λυθεί με κάποιον τρόπο που δεν θα επηρεάσει ουσιαστικά το ευρύτερο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης που είναι τρομερά σημαντικό για την χρηματοοικονομική σταθετότητα της Ευρωζώνης εν μέσω της πανδημικής κρίσης. Αυτό που είναι πολύ πιο δύσκολο και επικίνδυνο είναι το πως θα αντιμετωπισθεί πλέον η διαφαινόμενη ανυπακοή των ευρωσκεπτικιστών Κυβερνήσεων της ΕΕ απέναντι σε οποιαδήποτε απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου δεν τους είναι αρεστή και οποιαδήποτε διάταξη του ευρωπαϊκού δικαίου τους δημιουργεί προβλήματα. Η δήλωση του Πολωνού Πρωθυπουργού είναι απόλυτα ξεκάθαρη επ’ αυτού και δείχνει τη διάθεση κατάλυση της ευρωπαϊκής έννομης τάξης.

Με την απόφαση της 5ης Μαΐου οι Γερμανοί δικαστές επέφεραν ένα καίριο πλήγμα στην ευρωπαϊκή ενότητα, το οποίο πολύ δύσκολα να κλείσει. Για να γίνει εφικτή δεσμευτικά η τήρηση των αποφάσεων του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου θα πρέπει ή να υπάρξει συμφωνία για αναθεώρηση των ευρωπαϊκών συνθηκών, πράγμα πολιτικά πάρα πολύ δύσκολο, ή να υπάρξει απόφαση της πλειοψηφία του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου για παρακρατήσεις πληρωμών προς τις ατίθασες χώρες, πράγμα και αυτό πολύ δύσκολο έως αδύνατο. Πιο πιθανή είναι ίσως μια συμφωνία σε επίπεδο Ευρωζώνης για την περιφρούρηση των δράσεων της ΕΚΤ από τον δικαστικό ακτιβισμό. Όλα αυτά όμως αναδεικνύουν δυστυχώς το πόσο εύθραυστη είναι η Ένωση, όταν υπάρχουν τόσο σημαντικές διαφορές για τον τρόπο λειτουργίας των ευρωπαϊκών θεσμών και το εύρος εφαρμογής του ευρωπαϊκού δικαίου.