Γράφει ο Γιάννης Κουτσομύτης
Το βιβλίο του Τζον Μπόλτον, του πρώην Συμβούλου Εθνικής Ασφαλείας του Προέδρου των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ, αποτελεί μεν μια πολιτική βόμβα για τον αμερικανό Πρόεδρο, καθώς αποκαλύπτει με κυνικό τρόπο το δραματικό έλλειμμα ηγεσίας του Τραμπ, αλλά φέρνει επίσης στο προσκήνιο την υπόθεση της δίωξης της τουρκικής Τράπεζας Halkbank από την αμερικανική δικαιοσύνη και το πόσο ευάλωτος είναι ο Πρόεδρος της Τουρκίας Ρετσέπ Ταγίπ Ερντογάν ως προς αυτήν την υπόθεση.
Ο Μπόλτον εξιστορεί στο βιβλίο του, το επισήμως κυκλοφορεί στις 23 Ιουνίου, τα βασικά γεγονότα που εξελίχθηκαν ως προς την εξωτερική πολιτική των Ηνωμένων Πολιτειών, όπως εκείνος τα είδε από τη θέση του Συμβούλου Εθνικής Ασφαλείας του Τραμπ από τον Απρίλιο του 2018 μέχρι και τον Σεπτέμβριο του 2019. Θα πρέπει βέβαια να λάβει κανείς υπόψη του ότι ο 71χρονος Ρεπουμπλικανός δικηγόρος και πρώην διπλωμάτης αποτελεί μια αμφιλεγόμενη προσωπικότητα και κάποιοι από τους ισχυρισμούς του έχουν ήδη διαψευσθεί από τους εμπλεκόμενους, όπως η Κυβέρνηση της Νότιας Κορέας όσον αφορά το κεφάλαιο που αναφέρεται στις διαπραγματεύσεις με τη Βόρεια Κορέα και τον βορειοκορεάτη ηγέτη Κιμ Γιόνγκ Ουν. Ο ίδιος όμως ο Ντόναλντ Τραμπ και ο Υπουργός Εξωτερικών Μάικ Πομπέο δεν έχουν διαψεύσει το περιεχόμενο του βιβλίου, αντιθέτως έχουν χαρακτηρίσει ως προδοσία και διαρροή κρατικών μυστικών τα όσα αναφέρονται στο “The room where it happened”.
Ο Τραμπ, ο Ερντογάν και η Halkbank
Ένα εντυπωσιακά μεγάλο μέρος του βιβλίου αναφέρεται στις συνομιλίες και τις διαπραγματεύσεις της αμερικανικής Κυβέρνησης με την Κυβέρνηση της Τουρκίας για το ζήτημα της Συρίας και το ζήτημα της απελευθέρωσης του αμερικανού πάστορα Άντριου Μπράνσον, ο οποίος είχε συλληφθεί τον Οκτώβριο του 2016 από τις τουρκικές αρχές ασφαλείας, ως ύποπτος για σχέσεις με το δίκτυο του Ισλαμιστή ιμάμη Φετουλάχ Γκιουλέν, τον οποίο ο Ερντογάν είχε στοχοποιήσει ως υπεύθυνο της αποτυχημένης απόπειρας πραξικοπήματος στις 15 Ιουλίου 2016. Σχεδόν σε όλες όμως τις συζητήσεις και τις διαπραγματεύσεις ανάμεσα στις Κυβερνήσεις των ΗΠΑ και της Τουρκίας, κυρίαρχο ήταν το ζήτημα της δικαστικής δίωξης της τουρκικής κρατικής Τράπεζας Halkbank από τις αμερικανικές δικαστικές αρχές.
Το σκάνδαλο Halkbank ξέσπασε τον Δεκέμβριο του 2013, όταν εισαγγελείς στην Κωνσταντινούπολη διέταξαν τη σύλληψη του τότε διευθύνοντος συμβούλου της Τράπεζας Σουλεϊμάν Ασλάν, του Ιρανο-Αζέριου επιχειρηματία Ρεζά Ζάραμπ και των γιών των τότε Υπουργών Εσωτερικών Μουαμέρ Γκιουλέρ και Οικονομικών Ζαφέρ Τσαγλαγιάν, με την κατηγορία της διαφθοράς. Το κατηγορητήριο ανέφερε πως ο Ζάραμπ πραγματοποιούσε με τη μεσολάβηση της διοίκησης της Halkbank λαθρεμπόριο χρυσού με την Κυβέρνηση του Ιράν, κατά παράβαση αποφάσεων του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών. Στην κατοχή του Ασλάν βρέθηκαν 4,5 εκατομμύρια δολλάρια κρυμμένα σε κουτιά για παπούτσια. Πρέπει να σημειωθεί πως η τουρκική Τράπεζα βρισκόταν υπό την πλήρη έλεγχο της τουρκικής Κυβέρνησης, η οποία διόριζε και έλεγχε πλήρως τη διοίκηση της Halkbank.
Οι αποκαλύψεις και οι συλλήψεις στην Κωνσταντινούπολη προκάλεσαν τεράστιο πολιτικό σκάνδαλο στην Τουρκία, καθώς το προκλητικό αυτό κύκλωμα διαφθοράς άγγιζε τον πυρήνα της Κυβέρνησης Ερντογάν, η οποία μόλις λίγους μήνες πριν είχε καταστείλει με βία τις διαδηλώσεις στο πάρκο Γκεζί της Κωνσταντινούπολης, εγκαινιάζοντας μια περίοδο σκληρού αυταρχισμού, ο οποίος κλιμακώθηκε και κορυφώθηκε μετά την απόπειρα πραξικοπήματος τον Ιούλιο του 2016. Ο Ερντογάν χαρακτήρισε την υπόθεση Halkbank ως συνομωσία “ξένων δυνάμεων” και “εσωτερικών εχθρών”, που “σκοπό έχουν να βλάψουν τη χώρα” και απάντησε στους ατίθασους δικαστές καρατομώντας τον εισαγγελέα της Κωνσταντινούπολης και την ηγεσία της τοπικής αστυνομίας. Η υπόθεση αυτή θεωρείται από πολλούς αναλυτές ως η απαρχή της σύγκρουσης ανάμεσα στον Ερντογάν και τον Γκιουλέν, καθώς ο Τούρκος ηγέτης κατηγόρησε τον Ισλαμιστή ιμάμη ως εμπνευστή και ενορχηστρωτή της “συνομωσίας”.
Και ενώ το τουρκικό καθεστώς κατόρθωσε να κουκουλώσει την υπόθεση στην επικράτεια της Τουρκίας, τα πράγματα πήραν διεθνή τρόπο με τη σύλληψη του Ζάραμπ από τις αμερικανικές ομοσπονδιακές αρχές τον Μάρτιο του 2016 στη Φλόριδα και την ποινική δίωξη του αναπληρωτή διευθύνοντος συμβούλου της Halkbank Μεχμέτ Χακάν Ατίλα τον Μάρτιο του 2017 με την κατηγορία της παράνομης χρήσης αμερικανικών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων με σκοπό το λαθρεμπόριο χρυσού με το Ιράν. Σχεδόν αμέσως μετά άρχισαν οι πιέσεις από την τουρκική Κυβέρνηση προς τον Λευκό Οίκο για να ανασταλούν οι διώξεις κατά των Ζάραμπ και Ατίλα και μπήκε στο παιγνίδι και η περίπτωση του πάστορα Μπράνσον, τον οποίο ο Ερντογάν φέρεται να κρατούσε ως όμηρο, ζητώντας την ανταλλαγή του με τον Γκιουλέν και την παύση των διώξεων. Φαίνεται πως η επιλογή του Μπράνσον ήταν εξαιρετικά στοχευμένη από το τουρκικό καθεστώς, καθώς ο αμερικανός πάστορας ανήκε στην Ευαγγελική Πρεσβυτεριανή Εκκλησία, τα μέλη της οποίας θεωρούνται ως οι πλέον ένθερμοι οπαδοί του Τραμπ και έχουν τη δυνατότητα να ασκήσουν τεράστια πίεση στον αμερικανό Πρόεδρο.
Όπως αναφέρει ο Μπόλτον στο βιβλίο, ο Τραμπ απάντησε στον Ερντογάν πως τις διώξεις έχει ασκήσει η Εισαγγελία της Νότιας Περιφέρειας της Νέας Υόρκης, στην οποία “κάνουν κουμάντο άνθρωποι του Ομπάμα”, και πως σύντομα θα βάλει εκεί δικούς του δικαστικούς για “να λυθεί το θέμα”. Ο Μπόλτον αναφέρει επίσης ότι τόσο ο ίδιος, όσο και ο τέως Υπουργός Εξωτερικών Ρεξ Τίλερσον εξηγούσαν στους Τούρκους αξιωματούχους πως ο Πρόεδρος Τραμπ δεν μπορούσε να παρέμβει στη δικαστική υπόθεση και τους προέτρεπαν να μην επαναφέρει ο Πρόεδρος Ερντογάν προς συζήτηση το ζήτημα.
Εν τω μεταξύ όμως ο Ζάραμπ έκλεισε συμφωνία ομολογίας με τις αμερικανικές δικαστικές αρχές και κατέθεσε ενόρκως πως δωροδόκησε το 2012~13 τον Τούρκο Υπουργό Οικονομικών Ζαφέρ Τσαγλαγιάν και πως όλο το κύκλωμα λαθρεμπορίας τελούσε υπό την έγκριση και τον έλεγχο προσωπικά του Ρετσέπ Ταγίπ Ερντογάν. Η Εισαγγελία της Νότιας Περιφέρειας της Νέας Υόρκης άσκησε ποινική δίωξη κατά του Τσαγλαγιάν, του Ασλάν και άλλων υπόπτων και εκδόθηκαν διεθνή εντάλματα σύλληψης, ενώ στο κατηγορητήριο αναφέρεται πως ο Ζάραμπ διοχέτευσε μέρος από τις μίζες σε μια τουρκική Μη Κυβερνητική Οργάνωση, την οποία διοικεί η σύζυγος του Τούρκου Προέδρου Εμινέ Ερντογάν.
Ο Τζον Μπόλτον αναφέρει ξεκάθαρα ότι από τις έρευνες της αμερικανικής Εισαγγελίας κινδυνεύει άμεσα ο γαμπρός του Ερντογάν Μπεράτ Αλμπαϊράκ, ο οποίος ως προϊστάμενος του Κρατικού Υπερταμείου της Τουρκίας, στο οποίο ανήκει η Halkbank, είναι de facto υπεύθυνος για τις παράνομες κινήσεις χρημάτων και μιζών από την τουρκική Τράπεζα. Γράφει συγκεκριμένα ο Μπόλτον:
“Η συνεχιζόμενη ποινική έρευνα απειλούσε προσωπικά τον Ερντογάν, λόγω των καταγγελιών ότι εκείνος και η οικογένειά του χρησιμοποιούσαν την Halkbank για προσωπικά τους συμφέροντα, μια πρακτική που κλιμακώθηκε αφότου έγινε Υπουργός Οικονομικών της Τουρκίας ο γαμπρός του”.
Η υπόθεση περιπλέχθηκε ακόμη περισσότερο τον περασμένο Οκτώβριο, όταν η Εισαγγελία της Νότιας Περιφέρειας της Νέας Υόρκης άσκησε δίωξη και κατά της Halkbank ως νομικού προσώπου, με σκοπό την ανάκτηση των μαύρων ποσών από το λαθρεμπόριο χρυσού με το Ιράν και η τουρκική Τράπεζα κινδυνεύει με επιβολή προστίμου ύψους πολλών δισεκατομμυρίων δολλαρίων.
Ο Μπόλτον στο βιβλίο του αφήνει υπονοούμενα για την “αύξηση της προσωπικής περιουσίας του Ερντογάν” και την επιμονή του Τραμπ να “βοηθήσει” τον Ερντογάν στην υπόθεση Halkbank, χωρίς ωστόσο να αναφέρει συγκεκριμένα τα κίνητρα και τη μορφή που μπορεί να έχει αυτή η σκοτεινή σχέση. Είναι χαρακτηριστικό πάντως, ότι πριν από λίγες ημέρες ο Τραμπ απέλυσε τον Εισαγγελέα της της Νότιας Περιφέρειας της Νέας Υόρκης Τζέφρι Μπέρμαν, ο οποίος ήταν ο εισαγγελέας που άσκησε τη δίωξη στη Halkbank και συνέχιζε τις έρευνες για το σκάνδαλο. Ο Μπόλτον αναφέρει ότι οι Εισαγγελείς έχουν “μπει βαθιά μέσα στις παράνομες δραστηριότητες” της Τράπεζας και πως επίσης η Εισαγγελία της Νότιας Περιφέρειας της Νέας Υόρκης έχει τη φήμη της “Κυρίαρχης Περιφέρειας της Νέας Υόρκης”, καθώς επειδή χειρίζεται αποκλειστικά τις διεθνείς ποινικές διώξεις από πλευράς Ηνωμένων Πολιτειών, έχει αναπτύξει μια ιδιάζουσα ανεξαρτησία από την “Κεντρική Δικαιοσύνη”, όπως την ονομάζει ο Μπόλτον.
Οι αναφορές του Μπόλτον ταυτίζονται στα περισσότερα σημεία τους με επανειλημμένες αναφορές και ρεπορτάζ αμερικανικών μέσων ενημέρωσης γύρω από την υπόθεση Halkbank και τις επίμονες προσπάθειες του Ερντογάν να παζαρέψει την παύση των διώξεων, αλλά από τα στοιχεία που προκύπτουν από το κατηγορητήριο και τη δικογραφία. Είναι προφανές πως ο Τούρκος Πρόεδρος γνωρίζει καλά πως εάν η δικαστική αυτή υπόθεση φτάσει μέχρι τέλους, είναι πολύ πιθανό να βρεθεί μπλεγμένη ποινικά η οικογένειά του και ενδεχομένως και ο ίδιος προσωπικά. Είναι δε πιθανό η σπουδή που επέδειξε ο Λευκός Οίκος στην καρατόμηση του Εισαγγελέα Μπέρμαν και η προσπάθεια του Υπουργού Δικαιοσύνης Γουίλιαμ Μπαρ να τοποθετήσει στη θέση του τον “φιλικό” προς τον Τραμπ Εισαγγελέα του Νιού Τζέρσεϊ, να σχετίζεται με την υπόθεση Halkbank. Σύμφωνα όμως με έγκυρους συνταγματολόγους, ο Τραμπ έχει μεν δικαίωμα να απολύσει έναν Ομοσπονδιακό Εισαγελλέα, αλλά δεν έχει δικαίωμα να ορίσει εκείνος τον αντικαταστάτη του, εάν ο απολυμένος Εισαγγελέας προήλθε και εκείνος από αντικατάσταση, όπως συμβαίνει με την περίπτωση του Μπέρμαν.
Όλα αυτά συμβαίνουν ενώ συντομεύει ο χρόνος μέχρι τις προεδρικές εκλογές της 3ης Νοεμβρίου και είναι πλέον ορατό το ενδεχόμενο της μη επανεκλογής του Τραμπ στην Προεδρία και της λήξης έτσι των πιέσεων προς την “ατίθαση” Εισαγγελία της Νότιας Περιφέρειας της Νέας Υόρκης. Είναι φανερό πως η υπόθεση Halkbank μπορεί να αποβεί τελικά η αχίλλειος πτέρνα του Τούρκου ηγέτη, καθώς εάν η νεοϋρκοκέζικη Εισαγγελία αγγίξει πλέον την οικογένειά του, τα προβλήματα για τον Ερντογάν θα είναι πολύ μεγάλα και δεν θα υπάρχει κάποιος “φίλος” στον Λευκό Οίκο για να μπλοκάρει τις εξελίξεις.