Αγία Σοφία: Θύμα των νεο-οθωμανικών επιδιώξεων του Ερντογάν

 Γράφει ο Γιάννης Κουτσομύτης

Ένα όνειρο δεκαετιών για τους ισλαμιστές και εθνικιστές της Τουρκίας έγινε πραγματικότητα την Παρασκευή με την απόφαση του ανώτατου διοικητικού δικαστηρίου της Τουρκίας και το προεδρικό διάταγμα του Ρετσέπ Ταγίπ Ερντογάν. Η μετατροπή του ιστορικού μνημείου της Αγίας Σοφίας από μουσείο σε μουσουλμανικό τέμενος είναι πλέον γεγονός, παρά τις έντονες αντιδράσεις πολλών διεθνών οργανισμών, Κυβερνήσεων και προσωπικοτήτων.

Νεο-οθωμανισμός στην πράξη

Είναι προφανές ότι η απόφαση του δικαστηρίου ήταν απολύτως κατευθυνόμενη από την τουρκική Κυβέρνηση και προσωπικά τον Ερντογάν, ο οποίος δρομολόγησε μεθοδικά την εξέλιξη αυτή με απολύτως λαϊκιστικά και μικροκομματικά κίνητρα, στα πλαίσια της εφαρμογής του νεο-οθωμανικού δόγματος. Το σκεπτικό του δικαστηρίου αναπαράγει αυτούσιο το αφήγημα του νεο-οθωμανισμού, πως η λειτουργία της Αγίας Σοφίας ως τεμένους θεσμοθετήθηκε από τον Μωάμεθ Β’ του Πορθητή και πως η μετατροπή της σε μουσείο το 1934 από τον Μουσταφά Κεμάλ “παραβίασε το κράτος δικαίου”.

Τα σοβαρά προβλήματα της τουρκικής οικονομίας και η πτώση της δημοτικότητας του Τούρκου Προέδρου αλλά και η πτώση των ποσοστών του κυβερνώντος AKP έχουν οδηγήσει τον Ερντογάν σε μια ακραία στρατηγική με την οποία ελπίζει να περιχαρακώσει τον εθνικιστικό και τον ισλαμιστικό χώρο και να εμφανιστεί ως διάδοχος της οθωμανικής παράδοσης. Με τη συγκεκριμένη κίνηση ο Ερντογάν κλείνει το μάτι και στο σκληροπυρηνικό κομμάτι των ισλαμιστών, οι οποίοι επιδιώκουν τη σύγκρουση με τη Δύση και τον Χριστιανισμό και φλερτάρουν με την τζιχάντ. Δεν είναι συμπτωματικό, ότι ένας από τους διακηρυγμένους στόχους των τζιχαντιστών του Ισλαμικού Κράτους ήταν και η κατάκτηση της “Constantinople” και η μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε ισλαμικό τέμενος.

Πριν από μια εβδομάδα προσκλήθηκα από το Al Jazeera English να συμμετάσχω σε τηλεοπτικό debate για την Αγία Σοφία, μαζί με δυο Τούρκους πανεπιστημιακούς και τον υπεύθυνο διεθνών σχέσεων του κυβερνώντος κόμματος AKP. Τα επιχειρήματα των Τούρκων απολογητών του καθεστώτος Ερντογάν ήταν απολύτως ενδεικτικές του αφηγήματος του νεο-οθωμανισμού, ισχυριζόμενοι ότι η λειτουργία της Αγίας Σοφίας ως τέμενος αποτελεί επιταγή του Μωάμεθ Β’ του Πορθητή και προδιαγράφοντας πλήρως την επικείμενη απόφαση του δικαστηρίου.

Το βίντεο με τη συζήτηση στο Al Jazeera εδώ:

Ερντογάν: Οι χριστιανοί θα μπορούν να την επισκέπτονται

Ο Πρόεδρος της Τουρκίας απηύθυνε τηλεοπτικό διάγγελμα το βράδυ της Παρασκευής, στο οποίο ανέφερε πως “οι πύλες της Αγίας Σοφίας θα είναι ανοικτές για όλους, Τούρκους και αλλοδαπούς, μουσουλμάνους και μη μουσουλμάνους” και η είσοδος θα είναι δωρεάν. Ο Ερντογάν ανακοίνωσε πως η πρώτη ισλαμική λειτουργία θα γίνει στις 24 Ιουλίου και κάλεσε τους πολίτες να μην πλησιάζουν το χώρο μέχρι τότε, ώστε να μην εμποδιστούν οι σχετικές προετοιμασίες και ούτε να συγκεντρωθούν για εκδηλώσεις διαμαρτυρίας.

Πως έγινε μουσείο η Αγία Σοφία το 1934 – Η ιστορική απόφαση του Μουσταφά Κεμάλ

Ιδιαίτερο ιστορικό αλλά και πολιτικό ενδιαφέρον έχει το ελάχιστα γνωστό χρονικό της μετατροπής της Αγίας Σοφίας σε μουσείο με απόφαση του Προέδρου της Τουρκίας Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ το 1934. Οι βάσεις για αυτή την ιστορική απόφαση του Τούρκου ηγέτη τέθηκαν με το Σύμφωνο της Εγκάρδιας Συννενόησης ανάμεσα στην Τουρκία και την Ελλάδα, με το οποίο οι δυο χώρες διεύρυναν σημαντικά τα όρια της ελληνοτουρκικής συνεργασίας, όπως αυτά είχαν διαμορφωθεί μετά τη συνομολόγηση του Συμφώνου Φιλίας του Οκτωβρίου του 1930. Με το Σύμφωνο της Εγκάρδιας Συννενόησης οι δύο γειτονικές χώρες δήλωναν ότι εγγυούντα αμοιβαία το απαραβίαστο των κοινών τους συνόρων και δεσμεύονταν να διαβουλεύονται εκ των προτέρων και να συνεργάζονται για όλα τα διεθνή ζητήματα που άπτονταν των ενδιαφερόντων τους προκειμένου να διασφαλίζουν την εξυπηρέτηση των κοινών τους συμφερόντων.

Το Σύμφωνο όμως δεν είδε με καθόλου καλό μάτι η Βουλγαρία, η οποία επιδίωκε να πάρει τη ρεβάνς της ιστορικής ήττας της στο Β’ Βαλκανικό Πόλεμο και κυρίως της απώλειας της Δυτικής Θράκης και της πρόσβασής της στο Αιγαίο και δεν αποδεχόταν το status quo, όπως είχε διαμορφωθεί μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και τη Συνθήκη της Λωζάνης. Ο βουλγαρισμός αναθεωρητισμός ήταν εκείνος που ώθησε τον Κεμάλ να προτείνει τον Σεπτέμβριο του 1933 στον τότε Έλληνα Πρωθυπουργό Παναγή Τσαλδάρη και τον Υπουργό Εξωτερικών Δημήτριο Μάξιμο να εξετάσουν το ενδεχόμενο συνεννόησης με τη Γιουγκοσλαβία και τη Ρουμανία, με σκοπό τη σύναψη συμφώνων ουδετερότητας που θα λειτουργούσαν αποτρεπτικά στην εκδήλωση του βουλγαρικού αναθεωρητισμού.

Η ελληνική Κυβέρνηση είδε ως ιστορική ευκαιρία τη σύναψη μιας ευρύτερης βαλκανικής συμμαχίας που θα απέκρουε τη βουλγαρική και την ιταλική επιθετικότητα στα Βαλκάνια και ενεργοποίησε άμεσα τους διπλωματικούς διαύλους με τη Γιουγκοσλαβία και τη Ρουμανία. Η Τουρκία αντίστοιχα έβλεπε το Βαλκανικό Σύμφωνο ως μέσο αποτροπής της ιταλικής επιθετικότητας. Διαβλέποντας όμως και τη μεγάλη σημασία που προσέδιδε στο Σύμφωνο ο Κεμάλ, οι Τσαλδάρης και Μάξιμος σκέφτηκαν να ζητήσουν κάποια ανταλλάγματα από την Τουρκία. Ένα από αυτά τα ανταλλάγματα ήταν η μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε μουσείο, ώστε να επιδείξει έμπρακτα η Τουρκία προς τις χριστιανικές χώρες των Βαλκανίων ότι είχε μετατραπεί σε μια πραγματικά ανεξίθρησκη και ανεκτική προς τον χριστιανισμό χώρα.

Οι Υπουργοί Εξωτερικών της Γιουγκοσλαβίας, της Ελλάδας, της Ρουμανίας και της Τουρκίας υπογράφουν το Βαλκανικό Σύμφωνο στο κτήριο της Ακαδημίας Αθηνών (9 Φεβρουαρίου 1934)

Η ιστορική αυτή αναφορά και παραδοχή έγινε από τον πρώην Πρόεδρο της Τουρκίας Τζελάλ Μπαγιάρ, ο οποίος ως Υπουργός Οικονομικών είχε επισκεφθεί την Αθήνα στα τέλη του 1933 και είχε συναντήσεις με τον Τσαλδάρη και τον Μάξιμο. Ο Μπαγιάρ μετέφερε το ελληνικό αίτημα προς τον Τούρκο Πρόεδρο, ο οποίος το είδε θετικά. Σύμφωνα με την αφήγηση του Μπαγιάρ, η αντίδραση του Κεμάλ ήταν η εξής: “Ο διευθυντής των [ισλαμικών] ιδρυμάτων ήταν εδώ πριν από λίγο. Είπε ότι δεν μπορεί να βρει τα απαραίτητα κονδύλια για την ανακαίνιση της Αγίας Σοφίας. Αυτή τη στιγμή είναι ερειπωμένη, εγκαταλειμμένη και παρατημένη. Εάν μετατρέψουμε την Αγία Σοφία σε μουσείο, θα μπορέσουμε ίσως να τη διασώσουμε από την παρακμή; Εάν κάνουμε αυτή την παραχώρηση στους Έλληνες, θα μπορέσουμε να διασώσουμε το Βαλκανικό Σύμφωνο; Εάν μπορούμε, τότε πρέπει να το κάνουμε”, είπε ο Μουσταφά Κεμάλ σύμφωνα με την αφήγηση του Μπαγιάρ. Η απόφαση του Τούρκου Προέδρου διαβιβάστηκε στην ελληνική Κυβέρνηση και το Βαλκανικό Σύμφωνο υπογράφηκε τον Φεβρουάριο του 1934. Τον Αύγουστο του 1934 ξεκίνησαν οι εργασίες για την μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε μουσείο και στις 24 Νοεμβρίου 1934 το Υπουργικό Συμβούλιο της Τουρκίας αποφάσισε επίσημα την ιστορική μετατροπή. Μετά τις απαραίτητες εργασίες, η Αγία Σοφία ξεκίνησε να λειτουργεί ως μουσείο την 1η Φεβρουαρίου 1935.

Διεθνείς αντιδράσεις

Η απόφαση του δικαστηρίου και η σπουδή του Ερντογάν να την επικυρώσει και να υπογράψει το προεδρικό διάταγμα για τη μεταφορά της Αγίας Σοφίας στο συμβούλιο θρησκευτικών θεμάτων προκάλεσε πολλές διεθνείς αντιδράσεις. Η Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας Κατερίνα Σακελλαροπούλου, ο Πρωθυπουργός της Ελλάδας Κυριάκος Μητσοτάκης, ο Ύπατος Εκπρόσωπος της Ευρωπαϊκής Ένωσης Ζοζέπ Μπορέλ, το Υπουργείο Εξωτερικών των ΗΠΑ και άλλοι διεθνείς παράγοντες καταδίκασαν την απόφαση της τουρκικής Κυβέρνησης.

Η πλέον εμπεριστατωμένη ανακοίνωση-απάντηση ήταν από την UNESCO, με τη γενική διευθύντρια του διεθνούς οργανισμού Οντρέ Αζουλέ να καταγγέλλει την Τουρκία για τη μονομερή λήψη αυτής της απόφασης, χωρίς καμία προηγούμενη ενημέρωση και παρά τις επανειλημμένες εκκλήσεις της UNESCO προς την τουρκική Κυβέρνηση. “Η Αγία Σοφία είναι ένα αρχιτεκτονικό αριστούργημα και μια μοναδική μαρτυρία της διάδρασης μεταξύ της Ευρώπης και της Ασίας δια μέσου των αιώνων. Το καθεστώς της ως μουσείο αντανακλά την παγκόσμια διάσταση της κληρονομιάς της, και το καθιστά ισχυρό σύμβολο για διάλογο”, τονίζει η Αζουλέ.

Ποιά πρέπει να είναι η απάντηση της Ελλάδας;

Η αυθαίρετη πράξη της ηγεσίας της Τουρκίας αποτελεί τη μεγαλύτερη πρόκληση κατά του ελληνισμού και του χριστιανισμού εδώ και πάρα πολλά χρόνια και πλήττει τον πυρήνα των ελληνοτουρκικών σχέσεων, οι οποίες δεν στηρίζονται μόνο σε συνθήκες, συμφωνίες, συμβάσεις κλπ, αλλά και σε όρους αμοιβαίου σεβασμού της πολιτιστικής κληρονομιάς. Παρότι ακούγεται από κάποιους η άποψη ότι η Αγία Σοφία δεν είναι ένα διμερές ζήτημα, εν τούτοις η ιστορία, όπως περιέγραψα πιο πάνω, καταδεικνύει ότι το καθεστώς του μοναδικού αυτού ιστορικού μνημείου ως μουσείου καθορίστηκε στα πλαίσια της διμερούς ειρηνευτικής διαδικασίας μετά τον πόλεμο στη Μικρά Ασία και τη Συνθήκη της Λωζάνης.

Ως εκ τούτου η Ελλάδα οφείλει να πρωτοστατήσει σε διεθνές επίπεδο στις αντιδράσεις για αυτή την προκλητική ενέργεια αλλά και να αναθεωρήσει δραστικά το σύνολο των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Είναι τουλάχιστον αφελές η Ελλάδα να αντιμετωπίζει διπλωματικά την Τουρκία ως μια φιλική χώρα, όταν η Άγκυρα εφαρμόζει στην πράξη το δόγμα του νεο-οθωμανισμού, το οποίο βάλλει ευθέως κατά της ίδιας της ύπαρξης του ελληνισμού. Η υπόθεση της Αγίας Σοφίας έριξε και την τελευταία μάσκα του καθεστώτος Ερντογάν και ακόμη και φιλικά διακείμενες προς την Τουρκία Κυβερνήσεις βρίσκονται πλέον σε δύσκολη θέση.

Η Ελλάδα έχει πλέον πολλά επιχειρήματα και σοβαρή τεκμηρίωση για να αντιμετωπίσει σε διεθνές επίπεδο την τουρκική επιθετικότητα. Εάν δεν το πράξει, ο Ερντογάν θα γνωρίζει ότι μπορεί να κάνει τα πάντα χωρίς το καθεστώς του να υφίσταται κανένα κόστος. Η ηθική απαξία σε διεθνές επίπεδο και η διπλωματική απομόνωση αφήνουν παγερά αδιάφορο τον Τούρκο ηγέτη, και μόνο μια ισχυρή -και κυρίως έμπρακτη- αντίδραση μπορεί να βάλει φρένο στο ανιστόρητο και αποσταθεροποιητικό δόγμα του νεο-οθωμανισμού.