Ανώμαλη προσγείωση στην οικονομική πραγματικότητα για τον Ερντογάν

Γράφει ο Γιάννης Κουτσομύτης

Μετά από 2½ χρόνια παράλογης νομισματικής πολιτικής, η Κεντρική Τράπεζα της Τουρκίας (TCMB) αποφάσισε σήμερα τη δραστική αύξηση του βασικού επιτοκίου της κατά 475 μονάδες βάσης, από το 10,25% στο 15%, όσο ακριβώς είχε προβλέψει και η συντριπτική πλειοψηφία των αναλυτών. Η δραματική αυτή αλλαγή πορείας από την TCMB σηματοδοτεί και το τέλος μιας άκρως επιζήμιας επεκτατικής νομισματικής πολιτικής, η οποία επιβλήθηκε με απολύτως αντιθεσμικό τρόπο από τον Πρόεδρο της χώρας Ρετσέπ Ταγίπ Ερντογάν.

Η εντυπωσιακή αυτή ανατροπή της νομισματικής πολιτικής υπαγορεύτηκε από τη σκληρή πραγματικότητα της κατακρήμνισης της ισοτιμίας της τουρκικής λίρας, η οποία έφτασε στις 6 Νοεμβρίου στις 8,57 λίρες έναντι του δολαρίου ΗΠΑ. Το πρωί της επόμενης ημέρας ο Ερντογάν αντικατέστησε αιφνιδιαστικά τον διοικητή της TCMB Μουράτ Ουϊσάλ με τον Νατσί Αγμπάλ, ενώ στις 8 Νοεμβρίου παραιτήθηκε ο Υπουργός Οικονομικών και γαμπρός του Προέδρου Μπεράτ Αλμπαϊράκ. Μετά από δυο ημέρες έντονων παρασκηνιακών διαβουλεύσεων στην Άγκυρα, ο Ερντογάν διόρισε νέο Υπουργό Οικονομικών τον πρώην Υπουργό Ανάπτυξης Λούτφι Ελβάν, ο οποίος υποσχέθηκε αλλαγή της οικονομικής πολιτικής και επιστροφή σε πιο ορθόδοξες πολιτικές.

Οι αγορές αναθάρρησαν και περίμεναν με ανυπομονησία το πρώτο δείγμα πολιτικής του νέου οικονομικού επιτελείου από την τακτική συνεδρίαση της νομισματικής πολιτικής της TCMB, η οποία διεξήχθη σήμερα. Τις προηγούμενες ημέρες ο φιλοκυβερνητικός Τύπος φιλοξενούσε άρθρα με “διαρροές” από το οικονομικό επιτελείο, σύμφωνα με τις οποίες η TCMB θα αποφάσιζε για πρώτη φορά αύξηση του βασικού αναχρηματοδοτικού επιτοκίου της Κεντρικής Τράπεζας, για πρώτη φορά μετά το 2018. Την περασμένη Δευτέρα το ημιεπίσημο πρακτορείο Anadolu δημοσίευσε άρθρο, σύμφωνα με το οποίο οικονομικοί αναλυτές ανέμεναν αύξηση του επιτοκίου κατά 475 μονάδες βάσης. “Συμπτωματικά”, ακριβώς τόση ήταν και η αύξηση που αποφάσισε ήμερα η TCMB.

Ο λαϊκισμός συναντά πάντα, αργά ή γρήγορα, τη σκληρή πραγματικότητα

Η σημερινή κίνηση του τουρκικού οικονομικού επιτελείου αποτελεί μια απολύτως αναγκαία διόρθωση της εντολής παράλογης οικονομικής και νομισματικής πολιτικής του Ερντογάν, η οποία ερχόταν σε απόλυτη αντίθεση με κάθε οικονομική θεωρία. Επρόκειτο για μια βαθύτατα λαϊκιστική προσέγγιση, που βασιζόταν σε μια αέναη ποσοτική επέκταση, χωρίς να λαμβάνει υπόψη το ισοζύγιο πληρωμών της χώρας, τις υποχρεώσεις αποπληρωμής του δημόσιου και ιδιωτικού χρέους, την κεφαλαιακή βάση των Τραπεζών, και τελευταίο αλλά ίσως σημαντικότερο, το επίπεδο των συναλλαγματικών αποθεμάτων.

Μετά την ανακοίνωση της απόφασης από την TCMB, η λίρα ενισχύθηκε και ανέβηκε από τις 7,70 λίρες στις 7,54 λίρες έναντι του αμερικανικού δολαρίου. Ο επικεφαλής οικονομολόγος του IFF Ρόμπερτ Μπρουκς χαρακτήρισε την κίνηση της TCMB “άξια σεβασμού” και πως η ανατίμηση της λίρας αποτελεί de facto χαλάρωση των πιέσεων προς το χρηματοοικονομικό σύστημα και άρα καλή εξέλιξη για την Τουρκία.

Το ερώτημα πολλών αναλυτών βέβαια είναι εάν αυτή η κυβίστηση του Ερντογάν θα έχει συνέχεια και αν η επαπειλούμενη χρηματοοικονομική κρίση μπορεί πλέον με αυτές τις κινήσεις να αποφευχθεί. Η κυρίαρχη άποψη ανάμεσα στους γνώστες της τουρκικής οικονομίας είναι πως εάν η αλλαγή πολιτική έχει συνέπεια και συνέχεια, τότε η Τουρκία μπορεί να αποφύγει μια γενικευμένη οικονομική κρίση. Τα μέτρα όμως και οι μεταρρυθμίσεις που θα απαιτηθούν θα είναι σκληρά σε κοινωνικό επίπεδο, και αυτό το γνωρίζει πολύ καλά ο Τούρκος Πρόεδρος. Οι λαϊκιστικές του πολιτικές τον βοήθησαν μεν πολιτικά τα προηγούμενα, αλλά ήταν νομοτελειακά βέβαιο ότι αργά ή γρήγορα αυτή η αλόγιστη πορεία θα συναντούσε την πραγματικότητα με οδυνητό τρόπο.

Πολλά για την κατάσταση στην Τουρκία θα εξαρτηθούν από το αν η κυβίστηση του Ερντογάν στην οικονομία θα αντιστοιχηθεί και με εξομάλυνση των σχέσεων με την Ελλάδα, την Ευρωπαϊκή Ένωση και τις Ηνωμένες Πολιτείες. Το γεωπολιτικά ρίσκο βαραίνει σημαντικά πάνω στην τουρκική οικονομία, και εάν αυτό μετριαστεί σημαντικά, τότε οι προοπτικές για τις τουρκικές επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά θα είναι περισσότερο ευνοϊκές και θα είναι αρκετά πιθανό να αποφευχθεί μια μείζων κρίση.