Ντόναλντ, χάσαμε!

Γράφει ο Νικόλας Πουρλιάρος

Είμαι κι εγώ ένας από τους πολλούς Ευρωπαίους που επικαλέστηκαν την αμερικανική ρήση “let’s cross our fingers” στις πρόσφατες προεδρικές εκλογές των ΗΠΑ, προσδοκώντας νίκη του Τζο Μπάιντεν. Είχα μια φυσική ανησυχία για το φαινόμενο Τράμπ, αλλά όταν τον άκουσα- την πρώτη μέρα της εκλογικής διαδικασίας-να δηλώνει: “Κέρδισα την Φλόριδα και το Οχάιο άρα να σταματήσει η καταμέτρηση των ψήφων. Είμαι και πάλι Πρόεδρος”, ένιωσα ότι το έχει χαμένο το παιχνίδι. Αυτή η δήλωση γεμάτη ναρκισσισμό ήρθε για να επιβεβαιώσει την κλασική παρατήρηση ότι τετοιου είδους αμετροεπής αυταρέσκεια πάντα προηγείται της πτώσης. Είναι ιστορικό αξίωμα τούτη η αλληλουχία. Όταν άκουγα τις επόμενες μέρες αναλύσεις ότι η πιθανοφανής εκλογή του Μπαίντεν με διαφορά λίγων εκλεκτόρων θα φέρει διχασμό στις ΗΠΑ διαφώνησα. Αφ’ ενός γιατί πίστευα ότι με την ενσωμάτωση των επιστολικών ψήφων ο υποψήφιος Πρόεδρος των Δημοκρατικών θα κέρδιζε άνετα, αφ’ ετέρου γιατί θεωρώ ότι το πολιτικό κεφάλαιο του Τράμπ είναι απλώς μια επιχρυσωμένη φούσκα.

Το αποτέλεσμα μοιάζει να δικαιώνει όσους συντάσσονται με την προαναφερθείσα σχολή σκέψης. Ο Μπάιντεν κερδίζει με εβδομήντα εκλέκτορες διαφορά. Ο Τράμπ προσφεύγει, μέρες τώρα, στην δικαιοσύνη και κινητοποιεί όλα τα ένδικα μέσα. Χάνει κάθε ένσταση, κάθε προσφυγή. Θυμώνει, τα βάζει με τους δικηγόρους του, τους οποίους θεωρεί ανίκανους και το λέει ανοιχτά και δημόσια. Και ενώ επιμένει στο συνομωσιολογικό του πρόταγμα, εξαπολύει μύδρους στα social media, βγάζει στον δρόμο κάποιους ψεκασμένους, θωπεύει τους ακροδεξιούς ακτιβιστές, αρνείται -σαν κακομαθημένο παιδί- την έκβαση του χαμένου αγώνα, ο Υπουργός του της δικαιοσύνης δηλώνει απερίφραστα και επίσημα ότι δεν υπήρξε καμία νοθεία στις εκλογές.

Τουτέστιν: “Ντόναλντ χάσαμε!” Φυσικά, ο απερχόμενος πλέον Πρόεδρος ποτέ δεν θα αποδεχθεί την ήττα του. Αν το έκανε θα ήταν ασυνεπής απέναντι σε όλη την πρότερη προεδρική θητεία του. Σε εποχή παγκοσμιοποίησης προσπάθησε να οδηγήσει τις ΗΠΑ σε απομονωτισμό. Σε δύσκολους καιρούς κλιματικής αλλαγής έβγαλε την αστερόεσσα από την Συνθήκη των Παρισίων, ειρωνευόταν και πρόσβαλε κάθε έναν ακτιβιστή. Σε περιόδους που η ανθρωπότητα αγωνίζεται για τον εκδημοκρατισμό και τα ανθρώπινα δικαιώματα αυτός σιγοντάρισε κάθε μικρή ή μεγαλύτερη πτυχή του ρατσισμού, σιγόνταρε κάθε μικρό ή μεγαλο απολυταρχικό ηγέτη κρατών με ελεγχόμενη δημοκρατία. Θα μπορούσε λοιπόν ένας τέτοιος τύπος να αφήσει τον Λευκό Οίκο ακολουθώντας τον κώδικά τιμής, το πρωτόκολλο; Με τίποτα. Ως δημόσιο πρόσωπο θέλει, με κάθε κόστος, να συνεχίσει να τροφοδοτεί τον μηχανισμό της δημοσιότητας. Δεν μπορεί να ζει μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας. Είναι ίσως η αρσενική εκδοχή της Κιμ Καρντάσιαν. Κανένα ιδιαίτερο ταλέντο, μόνον πρόκληση δημοσιότητας, η οποία στην Αμερική είναι πηγή πλουτισμού.

Ο Τράμπ άλλωστε ποτέ του δεν καμώθηκε τον καθωσπρέπει πρόεδρο. Αντ’ αυτού ξεδίπλωσε την συμπεριφορά νεόπλουτου χωριάτη, ο οποίος έχει το μέτριο πνευματικό επίπεδο του μέσου όρου. Δεν του αρέσουν οι τύποι, οι κανόνες καλής συμπεριφοράς, τα πλαίσια της αβρότητας και θέλει να σπάει τις φόρμες απλά και μόνο για να κάνει θόρυβο. Επί της προεδρίας του ειπώθηκαν και ακούστηκαν πράγματα που καταστρατήγησαν κάθε όριο ευπρέπειας. Αποκάλεσε τους νεκρούς Αμερικανούς στρατιώτες του Α´ Παγκοσμίου Πολέμου ‛χαμένους’, αγνόησε επιδεικτικά- στα όρια της προσβολής- την Άγκελα Μέρκελ μπροστά στις κάμερες στον Λευκό Οίκο, μιλούσε υποτιμητικά και σχεδόν ρατσιστικά όταν αναφερόταν στην Κίνα κι’ άλλα πολλά. Ήταν σαν το άτακτο παιδί που δεν έχει την παραμικρή ευγένεια και προσβάλλει με αυθάδεια και βωμολοχίες τους καλεσμένους των γονέων του στο σπίτι σε επίσημο κάλεσμα. Αυτό δεν είναι συμπεριφορά σώφρονα πολιτικού άνδρα. Είναι τακτική πρωταγωνιστή σε reality show.

Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι το 2016 ένα από τα κριτήρια ψηφοφόρων του ήταν και αυτό. Τον ψήφισαν άνθρωποι ως τηλεθεατές του prime time. Όπως θα ψήφιζαν σε reality εγκλεισμού προκειμένου να δουν τι θα κάνει. Ένα άλλο κριτήριο ήταν ότι πουλούσε καλά, σε τιμή ευκαιρίας, το αμερικανικό όνειρο του πλούτου. Φτωχοί, ημιμαθείς, μετανάστες, άνθρωποι που δεν είχαν στον ήλιο μοίρα, τον ψήφισαν γιατί εναπόθεσαν επάνω του αυτή την προσδοκία. Μέσα στους ψηφοφόρους του νοούνται και οι φασίστες, οι ρατσιστές, τα σταγονίδια της Κου Κλουξ Κλαν, αλλά και κάποιοι που υποκρίνονται τους αντισυστημικούς ενάντια στην παγκοσμιοποίηση. Καμία από τις παραπάνω ομάδες πολιτών, ψηφοφόρων δεν έχει στέρεο ιδεολογικοπολιτικό υπόβαθρο. Δεν αγγίζει καν την καυτή πατάτα της όποιας πολιτικής επιχειρηματολόγίας. Αντιθέτως επιβεβαιώνει την πεποίθηση ότι η νίκη του Τράμπ το 2016 ήταν ένα εξάμβλωμα, μια εξωθεσμική φούσκα -που προτιμήθηκε από τον αμερικανικό λαό απολύτως διαφανώς και δημοκρατικά- με showbiz χαρακτηριστικά. H όποια δημοφιλία του δεν είχε πολιτικές ρίζες. γι’ αυτό και οι κατά τ’ άλλα συντηρητικοί ρεμπουμπλικανοί ψηφοφόροι έκαναν τα στραβά μάτια στα σεξουαλικά σκάνδαλα, στα οικονομικά σκάνδαλα και μάλιστα προστατεύοντας τον λυσσαλέα αποδέχθηκαν εκπτώσεις-επιπέδου Black Friday- στην ηθική τους. Ό,τι ήταν κολάσιμο για άλλους Προέδρους, για τον Τράμπ ήταν -από το πλήθος των οπαδών του- αποδεκτό. Η περιβόητη αναζήτηση της αλήθειας για τα πεπραγμένα ή τις παραλείψεις άλλων Προέδρων ή πολιτικών προσώπων, για τον Τράμπ δεν ήταν απαιτητή. Οι υποστηρικτές του κατάπιναν αμάσητα τα λεγόμενα του, τα ξαναζεσταμένα fake news του, τα ενίοτε ανατριχιαστικά tweets του. Ο απερχόμενος Πρόεδρος άλλωστε εκμεταλλεύτηκε -μέχρι ξεχειλώματος- μια παλιά κομμουνιστική ρήση που λέει ότι όσο πιο χοντρό είναι ένα ψέμα τόσο πιο πιστευτό γίνεται.

Άρα, τι θα μείνει από την θητεία του Τράμπ στον Λευκό Οίκο; Στα σίγουρα μια ιδεολογική οπισθοδρόμηση. Μια ομιχλώδης ιδεολογική ασάφεια, η οποία γοήτευσε απολιτίκ άτομα που τα σήκωσε από τον καναπέ και τα μετέτρεψε τελικά σε ψηφοφόρους, θερμοκέφαλους οπαδούς. Πίσω από αυτή την άσκηση ανεξήγητης -στα μάτια τα δικά μου- γοητείας υπάρχει και μια επιπλέον παραδοχή αλήθειας. Όσοι υπέκυψαν στην γοητεία του Τράμπ το έκαναν συνειδητά γιατί ένιωσαν ότι είναι ένας από αυτούς, γιατί δεν έκλεβε κάτι από την δική τους προσωπικότητα. Η εξίσωση προς τα κάτω είναι πάντα η μαγιά του λαϊκισμού έτσι κι αλλιώς. Φρονώ ότι η εκλογή Μπάιντεν σε συνδυασμό με την εμβληματική παρουσία της Κάμαλα Χάρις θα επουλώσουν τα τραύματα της διακυβέρνησης Τράμπ. Στις ΗΠΑ άλλωστε υπάρχει ο διαχρονικός και άγαφος νόμος: “Ο πρώτος είναι τα πάντα”. Ο Τράμπ βέβαια θα συνεχίσει στην ίδια στράτα. Θα φωνάζει, θα τερατολογεί, θα τουιτάρει, θα κάνει ό,τι απίθανο του έρθει στο μυαλό. Θα παραμείνει στα εξώφυλλα, γιατί αυτή η φιλοσοφία ζωής τον κρατάει ζωντάνο ρεαλιστικά και ακμαίο πολιτικά.