Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, οι κυρώσεις κατά της Τουρκίας και η εθνική στρατηγική

Γράφει ο Γιάννης Κουτσομύτης

Περιορισμένες είναι οι προσδοκίες της ελληνικής πλευράς ως προς τα συμπεράσματα στα οποία θα καταλήξει σήμερα το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο για τις σχέσεις Ευρωπαϊκής Ένωσης-Τουρκίας και το εύρος των κυρώσεων που θα επιβληθούν στην Άγκυρα για την προκλητική της συμπεριφορά στην Ανατολική Μεσόγειο και την Κύπρο. Οι αντιστάσεις της γερμανικής προεδρίας του Συμβουλίου είναι πολύ ισχυρές και το Βερολίνο συνεπικουρείται από άλλες δυο μεγάλες χώρες, την Ιταλία και την Ισπανία, ενώ και η Γαλλία φαίνεται να μην επιδιώκει πλέον την περαιτέρω όξυνση των σχέσεων με την Άγκυρα.

Σε αυτό το πλαίσιο, οι αποφάσεις του Συμβουλίου για την Τουρκία θα είναι μεν χλιαρές ως προς το εύρος των κυρώσεων, αλλά το πολιτικό μήνυμα της διεύρυνσής τους είναι ισχυρό, γεγονός που φαίνεται και στους τίτλους των διεθνών πρακτορείων ειδήσεων. “EU to toughen sanctions on Turkish drilling” (Reuters), “EU leaders to line up new sanctions on Turkey at summit” (Politico), “EU plans new sanctions on Turkey over Mediterranean dispute” (Financial Times).

Το προσχέδιο συμπερασμάτων που ήρθε χθες στη δημοσιότητα κινείται απόλυτα στη γνωστή λογική του “καρότου και μαστίγιου”, την οποία είδαμε και στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Οκτωβρίου και η οποία είναι προφανές ότι δεν έχει αποφέρει ουσιαστικά αποτελέσματα, καθώς δεν απέτρεψε την Τουρκία από το να συνεχίζει τις προκλητικές της ενέργειες στην Ανατολική Μεσόγειο και την Κύπρο. Η Ελλάδα και η Κύπρος ήλπιζαν σε μια αναβάθμιση του βάρους του “μαστιγίου”, μέσω πολύ πιο επίπονων κυρώσεων και της έκκλησης τουλάχιστον, αν όχι δέσμευσης, για εμπάργκο όπλων στην Τουρκία.

Οι στόχοι όμως της Αθήνας και της Λευκωσίας ήταν εξαρχής υπερφιλόδοξοι, καθώς είναι πολύ ισχυρό το μπλοκ των χωρών που δεν θέλουν σε καμία περίπτωση την εφαρμογή κυρώσεων, οι οποίες θα μπορούσαν να διακινδυνεύσουν την χρηματοοικονομική σταθερότητα της Τουρκίας. Γερμανία, Ισπανία, Ολλανδία και Ιταλία έχουν σημαντική οικονομική εμπλοκή στη γείτονα χώρα και θεωρούν ελάσσονος σημασίας τις τουρκικές προκλήσεις προς την Ελλάδα και την Κύπρο, σε σχέση με ενδεχόμενες ζημίες δισεκατομμυρίων ευρώ από τυχόν κατάρρευση επιχειρήσεων και τουρκικών Τραπεζών. Ας μην ξεχνάμε δε, πως εάν η Τουρκία καταρρεύσει οικονομικά, οι ευρωπαϊκές χώρες θα κληθούν σε συνεισφέρουν για τη διάσωσή της πολλά δισεκατομμύρια ευρώ μέσω του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και της Παγκόσμιας Τράπεζας. Γι αυτό και στο μυαλό πολλών Ευρωπαίων ηγετών κυριαρχεί η αντίληψη “εάν οδηγήσουμε την Τουρκία σε κατάρρευση, θα έχουμε πυροβολήσει τα πόδια μας”. Σε πολιτικό επίπεδο δε, οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες αναγνωρίζουν ή και διαφημίζουν πως η Τουρκία αποτελεί ένα “στρατηγικό σύμμαχο” σε μια μεγάλη και πολύ ευαίσθητη περιοχή για τα ευρωπαϊκά γεωστρατηγικά συμφέροντα, είτε σε επίπεδο ασφάλειας, είτε σε ενεργειακό επίπεδο, είτε στον τομέα της ανάσχεσης των μεταναστευτικών και προσφυγικών ροών.

Δεν είναι καθόλου τυχαία η αναφορά στο προσχέδιο συμπερασμάτων για την επιδίωξη “συντονισμού” με τις Ηνωμένες Πολιτείες, όσον αφορά την επιβολή κυρώσεων στην Τουρκία. Στο πλαίσιο της προσπάθειας της Ένωσης να επαναπροσεγγίσει τις σχέσεις της με τις ΗΠΑ υπό την νέα Προεδρία του Τζο Μπάιντεν, είναι απόλυτα λογική η σκέψη ότι θα είναι πολύ πιο αποδοτικό και ουσιαστικό να υπάρχει ευρωατλαντικός συντονισμός ως προς την αντιμετώπιση της Άγκυρας.

Η εθνική στρατηγική απέναντι στην Τουρκία

Το κείμενο που θα εγκριθεί απόψε από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, το οποίο πιθανότατα θα είναι κάπως βελτιωμένο με το προσχέδιο, θα αποτελεί το μέγιστο εφικτό που θα μπορούσε να επιτύχει η Ελλάδα και η Κύπρος υπό τις παρούσες συνθήκες και το υπάρχον γεωστρατηγικό status quo στην περιοχή. Από τη στιγμή που δεν υπάρχει αυτήν τη στιγμή εναλλακτική γεωστρατηγική λύση σε σχέση “με αυτήν την Τουρκία”, οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες θα συνεχίσουν να βλέπουν την Άγκυρα ως ένα “αναγκαίο κακό”.

Και ενώ η Αθήνα και η Λευκωσία δεν μπορούν εκ των πραγμάτων να παρουσιάσουν στους ευρωπαίους εταίρους μια εναλλακτική λύση για την υποκατάσταση ή αντικατάσταση του ρόλου της Τουρκίας στην ευρύτερη περιοχή, αυτό που λείπει από το ελληνικό αφήγημα είναι μια συνεκτική πρόταση για το τι είδους σχέση θα πρέπει να επιδιώξει από εδώ και πέρα η Ευρωπαϊκή Ένωση στο σύνολό της με την Τουρκία. Η υπόθεση της πλήρους ένταξης στην Ένωση έχει καταντήσει πλέον μια κακόγουστη φάρσα, αλλά η μόνη χώρα που τολμά να πει πως αυτή φάρσα πρέπει να τελειώσει είναι η Αυστρία. Η Ελλάδα, τυπικά, κινείται ακόμη στη λογική του Ελσίνκι και δεν έχει παρουσιάσει μια ρεαλιστική και συνεκτική πρόταση για το μέλλον των ευρωτουρκικών σχέσεων, παρότι στα συμπεράσματα της Συνόδου του Οκτωβρίου υπήρχε ρητή αναφορά ότι το Συμβούλιο του Δεκεμβρίου θα εξετάσει συνολικά τις ευρωτουρκικές σχέσεις.

Το αφήγημα “πρέπει ως Ένωση να δείξουμε στην Τουρκία ότι υπάρχουν όρια στην προκλητική συμπεριφορά” είναι ορθό και αναγκαίο, αλλά δεν είναι επαρκές. Θα πρέπει η Αθήνα ως βασική γειτονική χώρα της Τουρκίας να προτείνει ένα σχέδιο για τις μελλοντικές ευρωτουρκικές σχέσεις και να το υποστηρίξει ενεργά. Εφόσον, όπως όλα δείχνουν, η τελική αποτίμηση των σχέσεων ΕΕ-Τουρκίας μετατίθεται για τον Μάρτιο, υπάρχει ο χρόνος για βγει η Ελλάδα ενεργητικά στο προσκήνιο, όχι μόνο ζητώντας κυρώσεις αλλά προτείνοντας και ένα συνολικό πλάνο για το μέλλον των ευρωτουρκικών σχέσεων.