Οι διερευνητικές επαφές και οι αρνητές του διαλόγου

Γράφει ο Γιάννης Κουτσομύτης

Ξεκίνησε στις 10πμ σήμερα στην Κωνσταντινούπολη ο 61ος γύρος των διερευνητικών επαφών μεταξύ της Ελλάδας και της Τουρκίας για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας και της αποκλειστικής οικονομικής ζώνης στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο, ενώ στην ημεδαπή έκαναν τις τελευταίες ημέρες την εμφάνισή τους δηλώσεις αρνητών του διαλόγου, παρουσιάζοντας μια σειρά από αβάσιμα επιχειρήματα.

Οι διαπραγματευτές Ελλάδας και Τουρκίας έχουν μπροστά τους ένα τεράστιο χάσμα, το οποίο χωρίζει τις θέσεις των δύο χωρών. Από τη μια πλευρά η Άγκυρα θέτει στο τραπέζι τη συντριπτική πλειοψηφία των διεκδικήσεων και αιτιάσεων που εγείρει έναντι της Ελλάδας, ενώ η Αθήνα επιθυμεί να συζητηθεί μόνο το ζήτημα της υφαλοκρηπίδας και των ΑΟΖ. Δεν είναι βέβαια η πρώτη φορά που η Τουρκία προσπαθεί την διευρύνει την ατζέντα των ελληνοτουρκικών επαφών με αιτιάσεις όπως οι γκρίζες ζώνες στο Αιγαίο και η αποστρατιωτικοποίηση του συνόλου σχεδόν των νησιών του Αιγαίου. Κάθε φορά όμως η ελληνική πλευρά απέκρουε τις τουρκικές προσπάθειες και οι συζητήσεις προχωρούσαν.

Αυτή την φορά όμως το πολιτικό πλαίσιο και οι σχέσεις μεταξύ των δυο χωρών βρίσκονται σε πολύ διαφορετική κατάσταση από εκείνη που βρίσκονταν τον Μάρτιο του 2016, όταν πραγματοποιήθηκε ο προηγούμενος γύρων των επαφών, και σε πολύ διαφορετική κατάσταση από εκείνη του 2002 όταν και ξεκίνησαν οι σχετικές συζητήσεις. Τα τελευταία 2½ χρόνια η Τουρκία έχει κλιμακώσει δραματικά τις προκλητικές της ενέργειες στην Ανατολική Μεσόγειο, προσπαθώντας να δημιουργήσει τετελεσμένα εις βάρος της Ελλάδας και της Κύπρου, ενώ έχει ημιεπίσημα υιοθετήσει το εθνικιστικό-επεκτατικό δόγμα της ‛Γαλάζιας Πατρίδας’ που έχει ως στόχο την κατάληψη του συνόλου σχεδόν του θαλάσσιου χώρου από την Κύπρο μέχρι και την κεντρική Λιβύη.

Σε αυτό το πλαίσιο, κανείς δεν μπορεί να είναι αισιόδοξος ότι οι ελληνοτουρκικές συνομιλίες μπορούν να καταλήξουν σε κάποια συμφωνία, αφού και στο βασικό ζήτημα της πρόσφατης φάσης της διένεξης που είναι ο βαθμός επήρειας του συμπλέγματος του Καστελόριζου στην αποκλειστική οικονομική ζώνη ανατολικά της Ρόδου και δυτικά της Κύπρου, οι δυο πλευρές βρίσκονται σε διαμετρικά αντίθετες θέσεις. Η Τουρκία υποστηρίζει την πάγια θέση της πως τα νησιά δεν παράγουν δικαιώματα σε ΑΟΖ, και “ούτως ή άλλως” η Τουρκία “έχει τεράστια ακτογραμμή” και δεν μπορεί ένα πολύ μικρό νησί που βρίσκεται σε ελάχιστη απόσταση από τις “τεράστιες” τουρκικές ακτές να καλύπτει μια τεράστια περιοχή σε θαλάσσια ζώνη στην Ανατολική Μεσόγειο. Η Ελλάδα από την πλευρά της έδειξε το τελευταίο διάστημα ότι έχει κάνει βήματα από την απόλυτη θέση ότι τα νησιά έχουν επήρεια κατά 100% στην υφαλοκρηπίδα και τις υπερκείμενες θαλάσσιες ζώνες και υπέγραψε συμφωνία με την Αίγυπτο, με την οποία αναγνωρίζεται μειωμένη επήρεια για την Κρήτη. Παρόμοια συμφωνία κλείστηκε και με την Ιταλία για την ΑΟΖ στο Ιόνιο.

Η Τουρκία όμως είναι εξαιρετικά δύσκολο έως απίθανο να μπει σε μια συζήτηση και διαπραγμάτευση για τα ποσοστά επήρειας του Καστελόριζου, διότι έτσι θα αυτοακύρωνε ολόκληρο το δόγμα της ‛Γαλάζιας Πατρίδας’, το Μνημόνιο Ερντογάν-Σαράζ αλλά και τις διεκδικήσεις της στο κεντρικό Αιγαίο. Έτσι είναι λογικό να είναι κανείς ιδιαίτερα επιφυλακτικός για την πορεία των συνομιλιών. Είναι όμως αυτά τα αναμφισβήτητα δεδομένα, μια ικανή και επαρκής δικαιολογία για να μην διεξαχθούν οι συνομιλίες; Ή μήπως έχουν βάση τα επιχειρήματα των αρνητών των συνομιλιών που λένε ότι υπάρχει ο κίνδυνος εθνικής ζημίας επειδή η Τουρκία επιδιώκει να θέσει στο τραπέζι των συνομιλιών τις διεκδικήσεις της για γκρίζες ζώνες και αποστρατιωτικοποίηση των νησιών του Αιγαίου και έτσι μπορεί να δημιουργηθούν τετελεσμένα;

Η απάντηση είναι πως η ίδια η φύση των διερευνητικών επαφών αποκλείει την περίπτωση δημιουργίας τετελεσμένων. Οι συνομιλίες αυτές είναι άτυπες και ανεπίσημες, και δεν τηρούνται πρακτικά, τα οποία θα μπορούσαν ενδεχομένως να αποτελέσουν έγγραφα επιχειρήματα για νομιμοποίηση των τουρκικών διεκδικήσεων. Ακόμη και εάν υπάρξει συμφωνία, αυτή θα πρέπει να συνταχθεί σε μια επίσημη διμερή διαδικασία και να υπογραφεί από τους Υπουργούς Εξωτερικών των δυο χωρών. Άρα δεν υπάρχει καμία περίπτωση νομιμοποίησης τουρκικών διεκδικήσεων μέσω των διερευνητικών επαφών.

Υπάρχει όμως άλλη μια άποψη από τους αρνητές των συνομιλιών, σύμφωνα με την οποία “δεν έχουμε τίποτε να μοιράσουμε”, “δεν μπορούμε να συνομιλούμε με πειρατές” και “δεν μπορούμε να συζητάμε την εκχώρηση κυριαρχικών δικαιωμάτων με μια χώρα που μας απειλεί με πόλεμο για την άσκηση της εθνικής μας κυριαρχίας”. Πρόκειται για την άποψη όσων υποστηρίζουν ότι οι σχέσεις Ελλάδας και Τουρκίας αποτελούν ένα παίγνιο μηδενικού αθροίσματος και πως η μόνη λύση για την Ελλάδα είναι ο διαμελισμός ή ο αφανισμός της Τουρκίας. Σύμφωνα με αυτήν τη θεωρία, η Ελλάδα οφείλει να ασκήσει στο έπακρο τα κυριαρχικά της δικαιώματα στην Ανατολική Μεσόγειο και σε περίπτωση αμφισβήτησής τους από την Τουρκία, να μην διστάσει να εμπλακεί και σε πόλεμο για να τα υπερασπιστεί.

Η θέση αυτή των αρνητών της διαπραγμάτευσης αγνοεί ή δεν υπολογίζει καθόλου τον συσχετισμό των δυνάμεων ανάμεσα Ελλάδα και Τουρκία, και θεωρεί ότι είτε οι διεθνείς συμμαχίες της χώρας θα δημιουργήσουν μια τέτοια αποτρεπτική ισχύ που θα οδηγήσει την Τουρκία στην ματαίωση των επιθετικών της σχεδίων, είτε πως ακόμη και αν τολμήσει η Τουρκία να εμπλακεί σε πόλεμο με την Ελλάδα, οι ελληνικές δυνάμεις έχουν τη δυνατότητα να επιτύχουν περισσότερα πλήγματα στην Τουρκία από όσα θα δεχθούν.

Ο Αριστοτέλης είχε πει πριν από περίπου 2.500 χρόνια πως “κάνουμε πόλεμο για να ζήσουμε με ειρήνη” (“πολεμοῦμεν ἵν᾽ εἰρήνην ἄγωμεν”). Είναι δύσκολο να βρεθούν σοβαρά επιχειρήματα υπέρ της άποψης ότι μετά από έναν πόλεμο με την Τουρκία θα καταφέρουμε να ζήσουμε ειρηνικά με τη γειτονική χώρα. Εάν σε αυτόν τον πόλεμο αναδειχθεί νικήτρια η Ελλάδα, υπάρχει κανείς που να πιστεύει ότι η Τουρκία θα αφομοιώσει μοιρολατρικά την ήττα της και θα θελήσει να ζήσει ειρηνικά με την Ελλάδα; Η θεωρία της απόλυτης επικράτησης σημαίνει αιώνιο πολέμο και σε ένα τέτοιο πλαίσιο τα μακροσκοπικά δεδομένα είναι συντριπτικά κατά της Ελλάδας.

Τι μπορεί όμως ρεαλιστικά να επιτευχθεί από τις διερευνητικές επαφές, δεδομένων των ανεδαφικών θέσεων της Τουρκίας; Αυτό που έχει σημασία σε αυτόν τον γύρο είναι να φανούν ξεκάθαρα οι διαθέσεις και προθέσεις της Τουρκίας. Η Ελλάδα έχει ήδη επιδείξει τις δικές της προθέσεις με τις συμφωνίες που συνήψε με την Αίγυπτο και την Ιταλία, όπου αποδέχεται μειωμένη επήρεια για τα νησιά. Η Τουρκία όμως δεν έχει να επιδείξει καμία διάθεση μετακίνησης από τις πάγιες θέσεις της που αντιτίθενται οριζοντίως και καθέτως από τις πρόνοιες της Σύμβασης για το Δίκαιο της Θάλασσας και το διεθνές δίκαιο. Είναι σημαντικό και πολιτικά αλλά και νομικά να φανεί προς τη διεθνή κοινότητα ότι η Τουρκία είναι εκείνη που έχει “μαξιμαλιστικές θέσεις” και όχι η Ελλάδα, όπως θεωρούν κάποιες ευρωπαϊκές Κυβερνήσεις.