Γράφει ο Πλάμεν Τόντσεφ
Χαμηλό Βαρομετρικό στις Σχέσεις ΕΕ-Κίνας
Το 2021 που τελειώνει σε λίγες μέρες σημαδεύθηκε, μεταξύ πολλών άλλων, από το χαμηλότερο σημείο στο οποίο βρέθηκαν οι σινο-ευρωπαϊκές σχέσεις εδώ και δεκαετίες. Τον περασμένο Μάρτιο η ΕΕ, ευθυγραμμιζόμενη με άλλους δυτικούς εταίρους, ανακοίνωσε κυρώσεις σε τέσσερα στελέχη της κινεζικής διοίκησης στην επαρχία Σιντζιάνγκ, όπου καταγγέλλονται μαζικές παραβιάσεις των δικαιωμάτων των μουσουλμάνων Ουϊγούρων. H Κίνα απάντησε αυθημερόν, με υπέρμετρα και δυσανάλογα αντίποινα, επιβάλλοντας κυρώσεις σ’έναν μακρύ κατάλογο ευρωπαϊκών θεσμών, ευρωβουλευτών και ερευνητών. Ως αποτέλεσμα, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο έχει παγώσει τις συζητήσεις για την επικύρωση της συμφωνίας επενδύσεων ΕΕ-Κίνας που υπεγράφη στο τέλος του 2020.
Υπάρχουν και πολλά άλλα ακανθώδη θέματα στην ατζέντα των σινο-ευρωπαϊκών σχέσεων. Αλλά η τελευταία ανάφλεξη σχετίζεται με την σφοδρή αντιπαράθεση του Πεκίνου με το Βίλνιους. Με 2,7 εκατ. κατοίκους, η Λιθουανία είναι ένα από τα μικρότερα κράτη μέλη της ΕΕ και βρίσκεται σήμερα αντιμέτωπη με τον ασιατικό γίγαντα. Είναι βάσιμες οι υποψίες ότι η Κίνα επέλεξε την Λιθουανία ως σάκο του μποξ, προκειμένου να στείλει μηνύματα σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες και την ΕΕ στο σύνολό της.
Η κρίση αυτή δεν ήρθε ως κεραυνός εν αιθρία. Νωρίτερα φέτος η Λιθουανία εξόργισε το Πεκίνο με την αποχώρησή της από τους 17+1 (στους οποίους συμμετέχει και η Ελλάδα από το 2019), έναν αμφιλεγόμενο μηχανισμό συνεργασίας της Κίνας με χώρες της κεντρικής/ανατολικής Ευρώπης. Λίγους μήνες αργότερα η λιθουανική κυβέρνηση ανακοίνωσε την απόφασή της να φιλοξενήσει στο Βίλνιους “αντιπροσωπεία της Ταϊβάν” – μ’αυτήν ακριβώς την ονομασία κι όχι όπως συνηθίζεται σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, συμπεριλαμβανομένης και της Ελλάδας, ως “οικονομικό και πολιτιστικό γραφείο Ταϊπέι”.
Η απάντηση της Κίνας ήταν άμεση και αναμενόμενη: το Πεκίνο ισχυρίζεται ότι με την υποδοχή αυτής της de facto πρεσβείας η Λιθουανία αμφισβητεί ευθέως την “πολιτική της μίας Κίνας” και υπενθυμίζει την πάγια θέση του ότι η Ταϊβάν αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της κινεζικής επικράτειας. Στην συνέχεια η Κίνα όχι απλά υποβάθμισε τις διπλωματικές σχέσεις της με την Λιθουανία, αλλά έριξε στην μάχη το “πυρηνικό όπλο” της τεράστιας οικονομικής ισχύος της. Εκτός της διακοπής των διμερών εμπορικών συναλλαγών, ειδοποίησε πολυεθνικές εταιρείες που χρησιμοποιούν συστατικά από λιθουανικές επιχειρήσεις ότι θα αποκλειστούν από την κινεζική αγορά. Ουσιαστικά, υποβάλλει σε οικονομική πολιορκία ένα κράτος μέλος της ΕΕ, πιθανώς για να αποθαρρύνει άλλες ευρωπαϊκές χώρες από στενότερες σχέσεις με την Ταϊβάν, αλλά και να αποτρέψει την διάλυση των 17+1, στους οποίους έχει επενδύσει σημαντικό πολιτικό κεφάλαιο. Κι εδώ η αντιπαράθεση προσλαμβάνει ευρύτερες διαστάσεις.
Η Ανταρσία των Ανατολικοευρωπαίων
Ενώ είναι εύλογο το ερώτημα κατά πόσο είναι σκόπιμο ή δικαιούται η Λιθουανία να σύρει την ΕΕ σε όξυνση των σινοευρωπαϊκών σχέσεων, η επιδείνωση αυτή μοιάζει αναπόφευκτη για πολλούς λόγους και αφορά κι άλλες χώρες. Η ειρωνεία της ιστορίας είναι ότι οι ανατολικοευρωπαίοι έχουν κατηγορηθεί κατά καιρούς ως “δούρειος ίππος” και “πέμπτη φάλαγγα” της Κίνας, κυρίως εξαιτίας της συμμετοχής τους στους 17+1. Ηδη από το 2012, όταν συστάθηκε αυτός ο οργανισμός, μεγάλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες και κοινοτικά θεσμικά όργανα, αλλά και οι ΗΠΑ, έβλεπαν με καχυποψία τα ανοίγματα του Πεκίνου προς την κεντρική/ανατολική Ευρώπη. Κι όμως μερικές από αυτές τις χώρες έχουν σήμερα την πιο σκληρή στάση στην ΕΕ έναντι της Κίνας.
Στην τελευταία διαδικτυακή σύνοδο των 17+1 τον περασμένο Φεβρουάριο έξι χώρες (Λιθουανία, Εσθονία, Λετονία, Σλοβενία, Ρουμανία και Βουλγαρία) έστειλαν σαφές μήνυμα αποδοκιμασίας στο Πεκίνο, υποβαθμίζοντας επιδεικτικά το πολιτικό επίπεδο των αντιπροσωπειών τους, παρά το γεγονός ότι προήδρευε ο ίδιος ο Κινέζος πρόεδρος Σι Τζινπίνγκ. Μετά δε την αποχώρηση της Λιθουανίας αυξάνεται η αποχή κι άλλων μελών του εν λόγω μηχανισμού. Οι λόγοι γι’αυτήν την εξέλιξη είναι τόσο οικονομικοί όσο και (γεω)πολιτικοί.
Ειδικότερα, στις περισσότερες χώρες της κεντρικής/ανατολικής Ευρώπης έχουν διαψευστεί οι προσδοκίες για πλημμύρα κινεζικών επενδύσεων και αύξηση εξαγωγών προς την αχανή κινεζική αγορά. Αποδείχθηκε πως οι κινεζικές “επενδύσεις” είναι ως επί το πλείστον επικερδείς συμβάσεις για κατασκευαστικά έργα που χρηματοδοτούνται με κινεζικά δάνεια και εκτελούνται από κρατικές κινεζικές εταιρείες. Η πιο γνωστή περίπτωση είναι αυτή του Μαυροβουνίου που έχει λάβει κινεζικό δάνειο ύψους 1 δισ. ευρώ για την κατασκευή ενός αμφιλεγόμενου αυτοκινητόδρομου και έχει βρεθεί σε παγίδα χρέους. Ταυτόχρονα, σ’όλες τις χώρες της κεντρικής/ανατολικής Ευρώπης σημειώθηκε ραγδαία αύξηση του εμπορικού τους ελλείμματος με την Κίνα.
Αλλά και σε πολιτικό επίπεδο επιδεινώνονται οι σχέσεις της Κίνας με τις ανατολικοευρωπαϊκές χώρες που έχουν την ανάμνηση για το κομμουνιστικό παρελθόν τους και δεν σαγηνεύονται από τον “σοσιαλισμό με κινεζικά χαρακτηριστικά”. Πριν από δύο χρόνια περίπου ο δήμαρχος της Πράγας ακύρωσε την αδελφοποίηση της πόλης του με την Σαγκάη και υπέγραψε αντίστοιχη συμφωνία με την Ταϊπέι. Το 2020 ο πρόεδρος της τσεχικής Γερουσίας πραγματοποίησε επίσημη επίσκεψη στην Ταϊβάν και η νέα κυβέρνηση στην Πράγα αναμένεται να είναι ιδιαίτερα επικριτική έναντι της Κίνας. Παρόμοια στάση κρατάει και η κυβέρνηση της Σλοβακίας, η οποία πρόσφατα απέστειλε μεγάλη ομάδα αξιωματούχων και επιχειρηματιών στην Ταϊβάν.
Στην Ουγγαρία ο Βίκτορ Όρμπαν, στενός σύμμαχος του Πεκίνου, αντιμετωπίζει αμφίρροπες εκλογές την ερχόμενη άνοιξη και η Κίνα καθίσταται κεντρικό θέμα στην εσωτερική ατζέντα. Ο δήμαρχος Βουδαπέστης, εκ των πολιτικών αντιπάλων του Όρμπαν, έχει φροντίσει να δώσει σε δρόμους της ουγγρικής πρωτεύουσας ονόματα, όπως “Ουϊγούρων Μαρτύρων”, “Ελεύθερου Χονγκ Κονγκ” και “Δαλάι Λάμα”, γύρω από μια έκταση που προορίζεται για την κατασκευή μεγάλου κινεζικού πανεπιστημίου.
Σε ό,τι αφορά τον ευαίσθητο τομέα των τηλεπικοινωνιών, σχεδόν όλες οι χώρες της κεντρικής/ανατολικής Ευρώπης (συμπεριλαμβανομένης και της Ελλάδας), έχουν προσχωρήσει στην πρωτοβουλία των ΗΠΑ Clean Network για τον αποκλεισμό κινεζικών εταιρειών (π.χ. Huawei ή ZTE) από την ανάπτυξη δικτύων 5G. Στην δε Ρουμανία συζητείται νομοθεσία που αποκλείει κινεζικές εταιρείες απ’όλους τους δημόσιους διαγωνισμούς, εφόσον η Κίνα δεν τηρεί διεθνείς κανόνες για δημόσιες συμβάσεις. Μ’αυτό τον τρόπο το Βουκουρέστι ευθυγραμμίζεται προκαταβολικά με το – υπό επεξεργασία ακόμη – νομικό πλαίσιο της ΕΕ για την θέσπιση ενός International Procurement Instrument (IPI).
Η μόνη χώρα που εξακολουθεί να υποδέχεται ενθέρμως την παρουσία της Κίνας είναι η Σερβία που έχει προσελκύσει τις μεγαλύτερες κινεζικές επενδύσεις σ’ολόκληρη της κεντρική/ανατολική Ευρώπη. Ωστόσο, πολλές από τις βιομηχανίες που διαχειρίζονται οι κινεζικές εταιρείες είναι άκρως ρυπογόνες και προκαλούν μαζικές αντιδράσεις, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις απασχολούν Ασιάτες εργαζόμενους σε συνθήκες σύγχρονης δουλείας. Εκτός από το πλήθος δημοσιευμάτων στα ευρωπαϊκά ΜΜΕ, η καταδίκη αυτής της αποκρουστικής πρακτικής εκφράστηκε απερίφραστα σε σχετικό ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου πριν από λίγες μέρες. Πάντως, είναι σαφές ότι, πλην της Σερβίας, η πλειοψηφία των ανατολικοευρωπαϊκών χωρών έχουν αλλάξει ουσιωδώς την στάση τους έναντι της Κίνας και η Λιθουανία δεν αποτελεί εξαίρεση.

Ευρύτερες διαστάσεις της διαμάχης γύρω από την Ταϊβάν
Θα ήταν, όμως, ανακριβές να αποδώσει κανείς την όξυνση στις σχέσεις ΕΕ-Κίνας με επίκεντρο την Ταϊβάν αποκλειστικά στους ανατολικοευρωπαίους. Σ’ολόκληρη την Ευρώπη αναπτύσσεται δυναμική υπέρ των στενότερων σχέσεων με την Ταϊβάν, αν και κανένα κράτος – ούτε καν η Λιθουανία – δεν αμφισβητεί ευθέως την “πολιτική της μίας Κίνας”. Η Ταϊβάν αποκαλείται σταθερά “ομοϊδεάτης” και “εταίρος” (like-minded partner) απ’όλους τους Ευρωπαίους, ως αναγνώριση του δημοκρατικού πολιτεύματός της. Προσφάτως ο ανώτερος διπλωμάτης της Ταϊβάν επισκέφθηκε την Τσεχία, την Σλοβακία και – έστω και ανεπισήμως – τις Βρυξέλλες. Την ίδια στιγμή, η Ταϊβάν έχει και μεγάλη γεωπολιτική σημασία ως μέρος της στρατηγικής των ΗΠΑ έναντι της Κίνας και αποτελεί ενδεχομένως το πιο δυσεπίλυτο θέμα στις τεταμένες σινο-αμερικανικές σχέσεις.
Αλλά η αξία της Ταϊβάν αυξάνεται έτι περισσότερο λόγω των υψηλών τεχνολογιών που αναπτύσσονται σ’αυτήν την δυναμική οικονομία 24 εκατ. κατοίκων και κυρίως σε ό,τι αφορά τους ημιαγωγούς τελευταίας γενιάς ως βασικό συστατικό σε πολλούς τομείς της βιομηχανίας και στις τηλεπικοινωνίες. Η Taiwan Semiconductor Manufacturing Company (TSMC) είναι αποδεδειγμένα πρωτοπόρος σε παγκόσμια κλίμακα και όλες οι χώρες, όπως και η Κίνα, αναζητούν πρόσβαση στα προϊοντα της. Ο Ζοζέπ Μπορέλ, ύπατος εκπρόσωπος για την εξωτερική πολιτική της ΕΕ, έχει μιλήσει ξεκάθαρα για την σημασία των ημιαγωγών για τον ψηφιακό μετασχηματισμό της Ευρώπης. Εξ ου οι δύο πρόσφατες επισκέψεις Γάλλων γερουσιαστών και βουλευτών στην Ταϊβάν εντός ολίγων μηνών, παρά τις έντονες διαμαρτυρίες του Πεκίνου. Η νέα κυβέρνηση στο Βερολίνο δεν κρύβει το ενδιαφέρον της για την δημιουργία εργοστασίου ημιαγωγών της TSMC στην Γερμανία. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο προωθεί ακόμη πιο ρηξικέλευθες προτάσεις και τάσσεται αναφανδόν υπέρ της υπογραφής συμφωνίας επενδύσεων με την Ταϊπέι και αντιπροσωπεία ευρωβουλευτών έχει επίσης επισκεφθεί το νησί.
Είναι σαφές, λοιπόν, ότι η αντιπαράθεση Κίνας-Λιθουανίας αποτελεί μέρος ενός ευρύτερου παιγνίου με διακύβευμα πολύ μεγαλύτερο από τον “παραδειγματισμό” του Βίλνιους από το Πεκίνο. Αξίζει να θεωρήσει κανείς την διαμάχη αυτή σε τρία πεδία:
▪ Σε νομικό επίπεδο: Η κοινή εμπορική πολιτική αποτελεί θεμέλιο λίθο της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας (ΕΟΚ) και μετέπειτα ΕΕ. Το εμπάργκο που επιβάλλει η Κίνα σ’ένα κράτος μέλος αφορά το σύνολο της Ενωσης τόσο κατ’ουσίαν, όσο και κατά το γράμμα της κοινοτικής νομοθεσίας.
▪ Σε διπλωματικό επίπεδο: Ενώ το Πεκίνο διατείνεται ότι η Λιθουανία υπερέβη τα εσκαμμένα και διέπραξε faux pas με την απόφασή της να φιλοξενήσει “αντιπροσωπεία της Ταϊβάν”, η επιλογή αυτή δεν συνιστά επίσημη αναγνώριση ενός ανεξάρτητου κράτους και, συγχρόνως, δεν απέχει από το γενικότερο momentum για σύσφιξη των σχέσεων της ΕΕ με την δημοκρατική και στρατηγικά σημαντική νήσο.
▪ Σε γεωπολιτικό επίπεδο: Είναι προφανές ότι δεν πρόκειται για κάποια επιπόλαιη “ανταρσία” της Λιθουανίας κι άλλων ανατολικοευρωπαίων κατά της Κίνας, αλλά για παγκόσμιες διεργασίες που δεν αφήνουν ανεπηρέαστη και την Γηραιά Ηπειρο.
Μέχρι στιγμής η αντίδραση της ΕΕ περιορίζεται σε εξηγήσεις που ζήτησε από το Πεκίνο και σκέψεις για προσφυγή στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου (ΠΟΕ). Μένει να φανεί αν αυτή η αργόσυρτη διαδικασία είναι η ενδεδειγμένη απάντηση ή θα χρειαστούν κι άλλα μέτρα. Η ΕΕ καλείται αφενός μεν να αντιμετωπίσει τον απροκάλυπτο εκβιασμό που υφίσταται ένα κράτος μέλος της, αφετέρου δε να βρει την – ομολογουμένως δύσκολη – ισορροπία στον σύνθετο ευρωπαϊκό ορισμό της Κίνας ως “εταίρου, ανταγωνιστή και συστημικού αντιπάλου”. Η ΕΕ το οφείλει στον εαυτό της, αν θέλει να διατηρήσει την συνοχή της, αλλά και να γίνει παίκτης παρά γήπεδο στην διεθνή σκηνή, όπως αναφέρει προσφυώς ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Σαρλ Μισέλ.